Ο λόγος του είναι στιλπνός σαν μέταλλο, το πνεύμα του έχει οξύτητα και οξύνοια, η γραφή του είναι αιχμηρή. Ο Λάζαρος Αλεξάκης φαίνεται στιβαρός, αλλά παραμένει μετέωρος κι αυτό είναι το μυστικό του, δεν ανήκει πουθενά, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Μία ανάγκη διαρκούς ελευθερίας αλλά και φυγής.
Όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο της λογοτεχνίας έχει χαράξει το δικό του, ιδιαίτερο και ιδιότυπο συγγραφικό δρόμο κατορθώνοντας να συνδυάζει το ατομικό βίωμα με έναν βαθύ και διαχρονικό προβληματισμό.
Αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες των βιβλίων του σαν ολοκληρωμένες οντότητες και όχι σαν αφηγηματικά υποστυλώματα και πολλές φορές, στα μισά του βιβλίου του είναι εκείνοι που παίρνουν πρωτοβουλίες και του ανατρέπουν την πλοκή που είχε στο μυαλό του αλλά ακόμη κι όταν συμβεί αυτό δεν περιορίζει την ελευθερία τους ώστε να χωνευτούν στην πλοκή, αλλά αλλάζει εκείνος την πλοκή, κάτι που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο και δύσκολο αλλά στο τέλος το αποτέλεσμα σίγουρα τον δικαιώνει.
Ο ίδιος δεν πιστεύει ότι ζούμε σε μια εποχή εσωστρέφειας, το αντίθετο μάλιστα μιας και με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μπορεί ο καθένας να ρυθμίσει το επίπεδο αλληλεπίδρασης που θέλει να έχει.
Θεωρεί, επίσης, ότι έχουμε απαλλαγεί από παρωχημένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, που για πολλούς ήταν περιοριστικοί και ανούσιοι και ότι με την εξέλιξη της τεχνολογίας είμαστε πλέον σε επαφή με περισσότερο κόσμο, μοιραζόμαστε γρηγορότερα περιεχόμενο, σκέψεις και εικόνες και το σημαντικότερο, το κάνουμε όταν θέλουμε και όχι όταν μας επιβάλλεται.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Σκιές του Νότου» είναι ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα και αφορά σε ένα μυθιστόρημα, στο οποίο οι ήρωές του αγωνίζονται για την απονομή δικαιοσύνης, και παράλληλα προσπαθούν να πατάξουν τη διαφθορά και να ρίξουν φως σε σκιές. Από πού εμπνέεστε και από πού αντλείτε ιδέες για τη συγγραφή των βιβλίων σας, κύριε Αλεξάκη;
Για κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό το έναυσμα. Για το συγκεκριμένο δεν ήταν τόσο ιδέες, όσο μνήμες από χαρακτήρες που έχω γνωρίσει και καταστάσεις που έχω βιώσει. Πάντως, η έμπνευση μπορεί να έρθει από οποιαδήποτε κατάσταση. Από μόνη της δεν έχει ιδιαίτερη αξία, τουλάχιστον όχι τόση, όση η δουλειά που θα χρειαστεί για να φτιαχτεί μια ολοκληρωμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος.
Μία νεαρή δημοσιογράφος και ο ιδιοκτήτης του μπαρ, οι κεντρικοί ήρωες της ιστορίας σας, αναζητούν το δίκαιο. Ποια μηνύματα θέλετε να περάσετε στο αναγνωστικό σας κοινό;
Πέρα ίσως από το Ομπλίκ, που ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα, αποφεύγω να περνάω μηνύματα. Το θεωρώ ηθικοπλαστικό και δεν με εκφράζει, κυρία Δούλη. Περιγράφω κάποιες καταστάσεις και κάποια βιώματα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Θέλω ο καθένας να διαβάζει ένα διαφορετικό βιβλίο, και το έχω πετύχει, αν κρίνω από τα σχόλια που παίρνω και για τις «Σκιές του Νότου» και για το προηγούμενο μυθιστόρημα από αυτό, το «Μικρό Ταξίδι σε Δανεικό Χάρτη». Το «δίκαιο» δεν είναι κοινώς αντιληπτό από όλους και δεν βαυκαλίζομαι με την ιδέα ότι το αντιλαμβάνομαι τόσο ορθά, ώστε να μπορώ να το κηρύττω.
Θεωρείτε πως η πίστη στην απονομή της δικαιοσύνης οπλίζει με υπομονή και πίστη τους ανθρώπους μέχρι τις ημέρες μας;
Όχι, νομίζω ότι ο κόσμος έχει χάσει την πίστη του στην απονομή της δικαιοσύνης. Με όσα βλέπει, είναι μάλλον λογικό κι επόμενο.
Υπάρχουν πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά, από τα οποία εμπνευστήκατε την ιστορία σας ή αφορά εξολοκλήρου σε μυθοπλασία;
Δεν είναι μυθοπλασία, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα το πίστευε κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο. Οι χαρακτήρες που περιγράφονται είναι πραγματικοί χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένων και των μη δομικών προσώπων της ιστορίας. Ακόμη και οι θαμώνες του Νότου είναι άτομα που γνώρισα εκείνη την εποχή. Το ίδιο ισχύει και για τα περιστατικά, αν και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. Είναι, όπως αναφέρω στο οπισθόφυλλο, «μια επινοημένη αλήθεια». Οι διαδικασίες που αναφέρω, όπως τα «γλαστράκια» ή οι μέθοδοι της Δίωξης της εποχής, είναι απόλυτα ακριβείς.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες θεωρείτε ότι είναι ο οδηγός σας, όταν γράφετε; Πού ρίχνετε μεγαλύτερο βάρος;
Δύσκολη ερώτηση, κυρία Δούλη. Αν και είναι δελεαστικό να απαντήσω ότι είναι ισοβαρή, τείνω περισσότερο προς τους χαρακτήρες. Τους αντιμετωπίζω σαν ολοκληρωμένες οντότητες και όχι σαν αφηγηματικά υποστυλώματα, και πολλές φορές, στα μισά του βιβλίου, παίρνουν πρωτοβουλίες, που ανατρέπουν την πλοκή που είχα στο μυαλό μου. Όταν συμβεί αυτό, και συμβαίνει πάντα, τότε δεν περιορίζω την ελευθερία τους ώστε να χωνευτούν στην πλοκή, μα αλλάζω την πλοκή, κάτι που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο και δύσκολο για μένα, μα θεωρώ ότι έχει πολύ καλύτερο αποτέλεσμα.
Το βιβλίο σας «Σκιές του Νότου» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουάρ μυθιστόρημα. Η συγγραφή ενός νουάρ μυθιστορήματος είναι πιο δύσκολη από άλλα είδη λογοτεχνίας, κύριε Αλεξάκη;
Δεν νομίζω, όχι. Έχω γράψει πολλά διαφορετικά πράγματα, από κόμικς και βιβλία αγγλικών μέχρι σουρεαλιστικά μυθιστορήματα, και δεν μπορώ να πω ότι με δυσκόλεψαν παραπάνω οι «Σκιές». Ίσως επειδή μού είναι γνώριμη η φόρμα του νουάρ. Η δυσκολία στις «Σκιές του Νότου» είναι ότι δεν είναι καθαρό νουάρ, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα τέτοιο είδος, μα ένα μυθιστόρημα που πιάνει πολλά κοινωνικά θέματα, όπως η γυναικεία κακοποίηση, η οικογενειακή βία και όλες αυτές οι παθογένειες των παρελθόντων ετών, που τις έχουμε θάψει κάτω από τόνους νοσταλγίας. Έπρεπε λοιπόν να βρω μια ισορροπία μεταξύ αυτών των θεμάτων και της φόρμας που ονομάζουμε νουάρ.
Στο Εξωτερικό αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι πολύ δημοφιλής και σημειώνει μεγάλες πωλήσεις. Πώς πάει το νουάρ μυθιστόρημα στην Ελλάδα;
Δεν έχω εικόνα, όχι συνολική τουλάχιστον. Μπορώ να μιλήσω για τις «Σκιές του Νότου», που ξέρω ότι πάνε πάρα πάρα πολύ καλά, οπότε υποθέτω ότι υπάρχει ένα μεγάλο κοινό. Εδώ βάζω ξανά στην εξίσωση ότι οι «Σκιές» είναι κάτι περισσότερο από νουάρ.
Ένα βιβλίο είναι περισσότερο μέσο ψυχαγωγίας ή πνευματική τροφή για εσάς;
Δεν τα διαχωρίζω, κυρία Δούλη. Και η ψυχαγωγία πνευματική τροφή είναι. Το ότι περνάω καλά με ένα βιβλίο του Douglas Adams, για παράδειγμα, δεν σημαίνει ότι δεν με διεγείρει πνευματικά.
Επικρατεί στη συνείδηση κάποιων ότι ένας συγγραφέας είναι άνθρωπος παράξενος, μοναχικός, ιδιόρρυθμος. Ισχύει κατά τη γνώμη σας ή είναι ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι;
Δεν νομίζω ότι είναι κάτι ιδιαίτερο. Παράξενος ήμουν και πριν αρχίσω να γράφω. Δεν νομίζω ότι χειροτέρεψα. Ήμουν τόσο στριφνός και πριν που θα ήταν πρόκληση.
Ποια ήταν η σχέση σας με το βιβλίο πριν ασχοληθείτε δημιουργικά με αυτό;
Μου άρεσε το διάβασμα από μικρός. Μεγάλωσα σε περίπτερο, οπότε περνούσα αρκετές ώρες διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, από κόμικς και βίπερ μέχρι μυθιστορήματα και κλασικά έργα. Δεν μπορώ να πω όμως ότι ήταν από τις σχέσεις που με καθόριζαν.
Το οικογενειακό και εργασιακό σας περιβάλλον, οι σπουδές σας και τα βιώματά σας πώς επηρέασαν τη συγγραφική σας ταυτότητα;
Τα τρία πρώτα μάλλον ελάχιστα. Αν με επηρέαζαν, πιστεύω θα ήταν απλά παραφράσεις ή μεταφράσεις μάλλον χλιαρών εμπειριών, πολλές δε εξ αυτών μεταχειρισμένες και αδιάφορες. Τα βιώματα ναι, σίγουρα, κάτι που φαίνεται και στις «Σκιές του Νότου», που αποτελούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτά.
Ζούμε σε μια εποχή εσωστρέφειας και προσωπικής απομόνωσης. Κατά τη γνώμη σας, τι κάνει τους ανθρώπους απόμακρους σήμερα, κύριε Αλεξάκη;
Ό,τι τους έκανε πάντα, αλλά δεν νομίζω ότι ζούμε σε μια εποχή εσωστρέφειας, κάθε άλλο. Έχουμε απαλλαγεί από παρωχημένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, που για πολλούς ήταν περιοριστικοί και ανούσιοι. Με τα ΜΚΔ μπορεί ο καθένας να ρυθμίσει το επίπεδο αλληλεπίδρασης που θέλει να έχει. Με την τεχνολογία είμαστε πλέον σε επαφή με περισσότερο κόσμο από ποτέ, μοιραζόμαστε γρηγορότερα από ποτέ περιεχόμενο, σκέψεις και εικόνες. Και το κυριότερο, το κάνουμε όταν θέλουμε, όχι όταν μας επιβάλλεται. Δεν βλέπω το να θέλει να μένει μόνος του κάποιος ή το να είναι εσωστρεφής σαν κάτι το απαραίτητα αρνητικό. Αρνητικό θεωρώ το να κρίνουμε τις επιλογές του με τα δικά μας κριτήρια.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Λάζαρος Αλεξάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέρασε την εφηβική ζωή του προσπαθώντας να δραπετεύσει από αυτό.
Σπούδασε Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και αργότερα Ψυχολογία στην Αγγλία, όπου βράχηκε αρκετά, φορώντας πάντα τα λάθος ρούχα. Φρόντισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του να έρθει σε επαφή με ένα ευρύ αριθμό επιστημών, κυρίως μπαίνοντας σε λάθος αίθουσες.
Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Ηράκλειο, το οποίο πλέον λατρεύει. Αρθρογραφεί από το 2005 στο περιοδικό ΜΟΤΟ. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων, η πρώτη εκ των οποίων ψηφίστηκε στις 10 καλύτερες του 2016 στα βραβεία Public.
Έχει εκδώσει επίσης δύο μυθιστορήματα, το Ομπλίκ και το Μικρό Ταξίδι σε Δανεικό Χάρτη, καθώς και τρία κόμικς.
Λατρεύει τα κόμιξ, τις ταινίες noir, και την Agatha Christie. Παίζει funk soul, jazz και γράφει blues στίχους.
Γράφει μανιωδώς παντού εκτός από τα σημειωματάριά του, διότι είναι πολύ όμορφα για να τα χαλάσει.
Οι «Σκιές του Νότου» είναι το τελευταίο του βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!