Η σχέση του με τη γραφή προηγείται τόσο των σπουδών του, όσο και της μουσικής του πορείας. Όπως ομολογεί ο ίδιος, η άγνοια κινδύνου που είχε ως νέος τον οδηγούσε καθημερινά στη λευκή σελίδα, κι έτσι και οι απόπειρές του στην ποιητική γραφή άρχισαν σιγά-σιγά να αναδεικνύουν μια πιο προσωπική ταυτότητα.
Ο Νικόλας Ευαντινός πιστεύει ότι η αλήθεια της νεότητας, της ορμής και της τόλμης, αν τη θεωρήσουμε περαστική, αυθόρμητη και σαγηνευτική, θα χαθεί τόσο αυτή, όσο και το νόημα του κόσμου μας. Άλλωστε, το μέλλον ανήκει σ’ αυτούς που πιστεύουν στα όνειρά τους.
Γι’ αυτό, είναι φορές που νιώθει ότι όλη του η προσπάθεια είναι να ταριχεύσει το αόρατο και ότι γύρω μας συντελούνται και εκτυλίσσονται διαρκώς μικρά και μεγάλα καθημερινά έπη, και ότι το φαινόμενο άνθρωπος ξανοίγεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μας.
Σημειώνει ακόμη ότι, όταν η ψυχοπνευματική κατάσταση ενός δημιουργού είναι αυτή που πρέπει, τότε ξεκινά γι’ αυτόν και η περιπέτεια της αναδημιουργίας: από τη ζωή στο χαρτί και πάλι πίσω.
Όλοι γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνία έχει το χρέος να αφυπνίσει και ότι είναι η τέχνη της εμβάθυνσης μέσω της γλώσσας, μόνο που η εμβάθυνση προϋποθέτει σιωπή και με τη σειρά της η σιωπή προϋποθέτει χρόνο. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι, όταν ένα έργο είναι αληθινό, τολμηρό, ευφάνταστο και έχει κάτι να πει, μπορείς ως αναγνώστης μέσα σ’ αυτό να αναγνωρίσεις και εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Όταν δε σε παρασύρει και όταν είναι αυθεντικό, τότε μπορείς να πεις ότι είναι και επιτυχημένο!
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» μια πρωτότυπη συλλογή διηγημάτων – αφηγημάτων, με τον τίτλο «Τράνταγμα». Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το συγκεκριμένο βιβλίο, κύριε Ευαντινέ;
Αρχικά, κυρία Δούλη, να σας ευχαριστήσω για την φιλοξενία. Συγκεκριμένη αφορμή δεν υπήρξε. Τα ερεθίσματα που πυροδότησαν το περιεχόμενο του συγκεκριμένου βιβλίου προέρχονται από βιώματα, παραστάσεις και εμπειρίες ανθρώπων, που με κάποιο τρόπο έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου και έχουν πυροδοτήσει τη φαντασία μου.
Έχετε σπουδάσει Ιστορία – Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου συνεχίσατε και τις μεταπτυχιακές σπουδές σας στη Νεοελληνική Φιλολογία, ενώ είστε και τραγουδοποιός και ερμηνευτής της μπάντας «Φέρ’ το Φόκο». Θέλετε να πείτε πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Η σχέση μου με τη γραφή προηγείται τόσο των σπουδών, όσο και της μουσικής μου πορείας. Η άγνοια κινδύνου που είχα ως νέος με οδηγούσε καθημερινά στη λευκή σελίδα. Οι απόπειρές μου στην ποιητική γραφή άρχισαν σιγά-σιγά να αναδεικνύουν μια προσωπική ταυτότητα. Όταν πλέον το 2008 μάζεψα όσα ποιήματα διασώθηκαν, αντιλήφθηκα πως σχηματοποιούν ένα corpus με συνοχή. Έτσι, ήρθε στο φως το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο «Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις». Από τότε, η αγωνία της Ποίησης είναι ο ουρανός της μέσα μου ζωής.
Προτιμάτε κάποια φόρμα γραφής ή κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος; Είστε λάτρης της μικρής φόρμας;
Στην περίπτωσή μου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Είμαι ένα ποιητής που συνέγραψα έπειτα από έξι ποιητικά βιβλία την πρώτη συλλογή διηγημάτων. Προφανώς, η μικρή φόρμα με ελκύει. Η συσσωρευμένη ενέργεια που κρύβεται σε αυτήν, εφόσον υπάρχει και εκλύεται εκεί έξω, είναι κάτι που με σαγήνευε πάντα ως αναγνώστη. Οπότε, ένα τραγούδι, ένα ποίημα, ένα διήγημα πάντα μου είναι ελκυστικότερο από ένα μυθιστόρημα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν με έχουν σημαδέψει και τέτοια.
Θέλετε να μας απαντήσετε στην ερώτηση: Γιατί η χώρα μας έχει παράδοση στη συγγραφή διηγημάτων;
Η αφήγηση ως διαδικασία και πρακτική του καθημερινού βίου είναι πυρηνική για όλους τους λαούς. Η πύκνωση, η εστίαση, η αποτύπωση ενός αθέατου μικρόκοσμου –όλα τους στοιχεία του διηγήματος– είναι χαρακτηριστικά, τα οποία, για έναν λαό που δημιούργησε αφηγηματική ποίηση όπως ο ελληνικός, είναι συμβατά με την οπτική του πάνω στο φαινόμενο της αφήγησης. Με άλλα λόγια, η ποιητική φύση της ελληνικής πολιτιστικής συγκρότησης ίσως ευθύνεται για αυτήν την θετική τάση προς το διήγημα.
Πώς ξεκινάτε εσείς τη συγγραφή ενός διηγήματος, κύριε Ευαντινέ;
Είναι φορές που νιώθω πως όλη μου η προσπάθεια είναι να ταριχεύσω το αόρατο. Γύρω μας συντελούνται και εκτυλίσσονται διαρκώς μικρά και μεγάλα καθημερινά έπη. Το φαινόμενο άνθρωπος ξανοίγεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μας. Όταν λοιπόν η ψυχοπνευματική κατάσταση ενός δημιουργού είναι αυτή που πρέπει, ξεκινά η περιπέτεια της αναδημιουργίας: από τη ζωή στο χαρτί και πάλι πίσω. Στο «Τράνταγμα» θα διαβάσετε ιστορίες, οι οποίες έχουν ως εκκίνηση ένα καίριο ερέθισμα από όλη αυτή τη φαντασμαγορία. Το εφηβικό άγχος, μια τηλεφωνική απάτη, ένας πίνακας σε κάποιο ορεινό καφενείο, μια φυσαρμόνικα και τόσα άλλα δύνανται να αποτελέσουν σπίθες, για να πάρει φωτιά η φαντασία μου.
Ποια είναι η άποψή σας σχετικά με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, πιστεύετε ότι έχει ιδιαιτερότητες;
Η κουλτούρα της κατανάλωσης δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από τον χώρο του βιβλίου. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ναι μεν μεγαλώνει αριθμητικά τα τελευταία χρόνια, όμως οι επιλογές της πλειονότητας είναι σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένες με επικοινωνιακούς όρους, όρους που δεν συμβαδίζουν πάντα με αξιολογικά κριτήρια. Παρ’ όλ’ αυτά, νιώθω πως υπάρχει μια μερίδα αναγνωστών, μειονοτική αλλά πολύ ισχυρή, η οποία ακονίζει το κριτήριο της διαρκώς, ερχόμενη σε επαφή με αξιόλογα έργα. Οι καλές μεταφράσεις, οι νέες επιμελημένες εκδόσεις σημαντικών έργων βοηθούν σε αυτό.
Τι χρειάζεται να έχει ένα καλό βιβλίο για εσάς;
Καλύτερα ας πούμε τί δεν πρέπει να έχει: εφησυχασμό.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε μια πληθώρα εκδόσεων και πολλών Βιβλιο-Παρουσιάσεων. Θεωρείται πώς όλο αυτό βοηθά τον αναγνώστη στις επιλογές του;
Εφόσον πρόκειται για έργα λογοτεχνικής αξίας, βοηθά, ναι.
Στην εποχή της ταχύτητας, της δυναμικής εναλλαγής των εικόνων και της ρηχής επιφάνειας των πραγμάτων ποιον ρόλο καλείται να υπηρετήσει η λογοτεχνία;
Η λογοτεχνία είναι η τέχνη της εμβάθυνσης μέσω της γλώσσας. Κι η εμβάθυνση προϋποθέτει σιωπή. Με την σειρά της, η σιωπή προϋποθέτει χρόνο. Εκ φύσεώς της λοιπόν στον κόσμο που περιγράφετε η λογοτεχνία δεν έχει θέση. Όταν αυτός ο συγκεκριμένος κόσμος της βουλιμίας και της επιφανειακότητας τής δίνει ρόλο, τότε καλύτερα για αυτήν να μην τον πάρει.
Είναι γεγονός ότι ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Μέσα σε αυτόν ο συγγραφέας πώς υπάρχει και πώς συμπεριφέρεται; Είναι εύκολο να απομονώνεται για να γράψει, κύριε Ευαντινέ;
Δύσκολο, αλλά ακόμη πιο δύσκολο είναι να δημιουργήσει χρόνο για να διαβάσει. Εφόσον ζούμε σε μια χώρα, στην οποία οι αξιόλογοι συγγραφείς που βιοπορίζονται από το έργο τους είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, ένας ποιητής ή ένας συγγραφέας αναγκάζεται να διαστέλλει το εικοσιτετράωρο, προκειμένου να δουλέψει το κείμενό του. Είναι, θα λέγαμε, ένας «διαστολέας του χρόνου», κυριολεκτικά και μεταφορικά.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημεριδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 20 Ιουνίου 2025.
