Η Μαρία Δήμου μοιάζει με τον 90χρονο αφηγητή του βιβλίου της στον τρόπο που πλησιάζει ανθρώπους, στον τρόπο που στέκεται δίπλα τους και κάνει μαζί τους συζητήσεις από καρδιάς. Παρόλο που η καρδιά της δεν είναι τόσο γέρικη, σίγουρα υπάρχουν κοινά στοιχεία στον τρόπο που βλέπει κι αφουγκράζεται και η ίδια τις ιστορίες των ηρώων της.
Εκτός από τη λογοτεχνία, τα τελευταία 25 χρόνια εργάζεται κι ως ψυχοθεραπεύτρια και ειδικεύεται στην ψυχανάλυση Λακανικού προσανατολισμού.
Το «Ήρθε η ώρα σου», είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, κι έτσι απλά άρχισε να γράφει, να σχηματίζει τους ήρωες της και μέσα από αυτούς να διδάσκει το τραύμα.
Δεν την απασχόλησε τόσο η λογοτεχνική χροιά του βιβλίου, όσο η αποκαλυπτικά ωμή σε κάποια σημεία αλήθεια της ζωής των πρωταγωνιστών της. Γι’ αυτό, λειτούργησε όπως λειτουργεί κάποιος στην ψυχανάλυση. Παρέλειψε τη λογοτεχνία και πέρασε κατευθείαν στο βάθος των βιωμάτων του αναλυόμενου.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου «Ήρθε η ώρα σου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κάκτος» είναι έξυπνος και ευρηματικός. Πώς μπορεί αλήθεια να βρει κάποιος τη λύτρωση μέσα από μια τραυματική συνθήκη, κυρία Δήμου;
Η αλήθεια είναι πως η λύτρωση είναι μια μεγάλη κουβέντα. Μια τραυματική συνθήκη, συνήθως τη συναντούμε στην παιδική ηλικία, και είναι απωθημένη στο ασυνείδητο. Στην ενήλικη ζωή επαναλαμβάνεται το τραύμα με μια μορφή αρκετά καλυμμένη ως προς τα γεγονότα, αλλά που δίνει το ίδιο αποτέλεσμα ως προς τη δυσφορία του τραύματος. Για παράδειγμα, αν ένας άνθρωπος έχει κακοποιηθεί ψυχικά ως παιδί, αλλά και σωματικά στην ενήλικη ζωή, θα εμπλέκεται σε συνθήκες και σχέσεις κακοποιητικές και μάλιστα πάει προς τα εκεί σαν υπνωτισμένος. Επαναλαμβάνει αυτό το αφόρητο συναίσθημα του τραύματος ξανά και ξανά δίχως να μπορεί να ξεφύγει. Η λύτρωση λοιπόν θα έλεγε κανείς έρχεται με το να αναγνωρίσει κανείς τον τρόπο και λόγο που εμπλέκεται σε καταστάσεις πόνου. Όπως κανείς χρειάζεται τον ανάλογο γιατρό του, όταν κάποιο όργανο του σώματος νοσεί, έτσι και το ψυχικό τραύμα χρειάζεται το ψυχολόγο του, προκειμένου να αναγνωρισθεί και να λυτρωθεί κατά μια έννοια.
Οι ήρωες της ιστορίας σας θα μπορούσαν να είναι γείτονες, φίλοι ή συγγενείς μας. Τι είναι αυτό που τραβά το συγγραφικό σας ενδιαφέρον σε ανθρώπους καθημερινούς, σε ανθρώπους «της διπλανής πόρτας»;
Η αξιοπρέπειά τους, κυρία Δούλη. Είναι καταπληκτικό να βλέπεις πόσο όμορφα παλεύουν και στέκονται ενήλικες αγωνιστές ζωής, όταν μέσα στη θεραπεία αποκαλύπτεται ένα παρελθόν τόσο δύσκολο και σκοτεινό που τίποτε δεν θα προμήνυε τη σημερινή αξιοπρέπειά του. Αυτοί οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας είναι η κοινωνία μας και η κοινωνία των παιδιών μας. Κι όσο εκείνοι αλλάζουν προς το καλύτερο, τότε όλα πάνε στη κοινωνία πιο καλά. Αυτοί οι μικροί ήρωες της καθημερινότητας είναι ο πυρήνας που με έναν τρόπο διαμορφώνει τις κοινωνίες παγκοσμίως, γι’ αυτό και προτιμώ να καταπιάνομαι με αυτούς. Για τους άλλους, τους γνωστούς, τους μεγάλους, αφήνω τους πολιτικούς και τα κανάλια να ασχοληθούν.
Αντιμετωπίσατε με σπάνια τρυφερότητα και κατανόηση τους ήρωες σας. Τι θεωρείτε ότι συνέβαλε σε αυτό;
Ξέρετε, κυρία Δούλη, έχω ένα πιστεύω που το μοιράζομαι μαζί σας. Αυτό λέει ότι, αν ένα παιδί ή έφηβος κάνει ένα λάθος, πει ένα ψέμα, πέσει σε ένα παράπτωμα, ακόμη κι αν αδικήσει ή φερθεί άσχημα στον γονιό, εκείνος πρέπει να ακούσει, να αφουγκραστεί, να συζητήσει, να συγχωρέσει. Κι όχι να τιμωρήσει ως παραδειγματισμό. Με αυτό τον τρόπο τί μαθαίνουμε σε ένα παιδί που θα γίνει ενήλικας; Στο λάθος του άλλου πρέπει να ακούσει, να συζητήσει κι αν χρειαστεί να συγχωρέσει. Να γίνει ένας δίκαιος άνθρωπος κι όχι τιμωρός. Αν αυτό είναι σπάνια τρυφερότητα και κατανόηση, είναι ένα ερώτημα. Για μένα είναι ο μόνος τρόπος προς μια εσωτερική δικαιοσύνη και κατανόηση της ανθρώπινης ελαττωματικής ύπαρξης, που χωρίς το λάθος δεν θα είχε ποτέ βρει το μέτρο για το σωστό.
Κυρία Δήμου, η αίσθηση της συναισθηματικής απόστασης και της ψυχικής απομόνωσης διαπερνά όλη την ιστορία σας. Πρόκειται για αίσθηση που καταγράφετε και γύρω σας;
Δυστυχώς ναι. Υπάρχει αυτή η τάση των συνανθρώπων μου για ένα κλείσιμο, μια συστολή, μια απομόνωση που τελικά ως αποτέλεσμα έχει να αποκλείουν και τους ανθρώπους γύρω τους. Υπάρχει ένας κυνισμός που αρχίζει και γίνεται μόδα. Μια σκληρότητα που υποδεικνύει δυναμισμό, κάτι το οποίο απέχει πολύ από αυτό που λέμε συναίσθημα και επιθυμία. Στη τελική δύναμη θέλει να αφεθείς και να εκτεθείς στην αγάπη, το νοιάξιμο, τη συναισθηματική συμμετοχή με τους γύρω σου. Κι ας πληγωθείς, κι ας αδικηθείς. Ήσουν όμως εκεί στη στιγμή. Ζωντανός. Αυτό είναι και το μήνυμα του βιβλίου.
Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι μπορεί κάποιος να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της ζωής όπως είναι, και της ζωής όπως θα έπρεπε να είναι;
Η ζωή είναι αυτή που είναι. Για τον καθένα μοναδική. Το πώς θα έπρεπε να είναι μάς το είπαν ίσως οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας, όταν υπονόησαν μέσα στα χρόνια ότι για να είσαι αρεστός κι αγαπητός υπάρχουν προϋποθέσεις. Στη τελική, η ζωή πρέπει να είναι ζωή. Αυτό για τον καθένα παράγει μοναδικό νόημα. Η λέξη κλειδί είναι το νόημα. Κάνε αυτό που έχει νόημα για σένα, δίχως όμως να ξεχνάς πως αυτό το νόημα δεν πρέπει να παραγκωνίζει και να πληγώνει αυτούς που σε αγαπούν. Τότε παράγεις ζωή, στιγμή κι αιωνιότητα.
Ποιος ήταν ο προσωπικός σας στόχος γράφοντας αυτό το βιβλίο;
Να περάσω το μήνυμα: Ήρθε η Ώρα σου. Με έναν τέτοιο τίτλο, ξέρετε, αμέσως διαφαίνεται το αναγνωστικό κοινό. Αυτός που θα τον τρομάξει ο τίτλος και η περίληψη, δεν θα το διαβάσει. Αυτός που θα το διαβάσει όμως, είναι κοντά σε μια χρονική στιγμή της ζωής του, ίσως, να αφυπνιστεί. Και αντί να το διαβάσει επειδή ήρθε η ώρα του, στη τελική να πάρει τα πράγματα ξανά από την αρχή ώστε το ρολόι της ζωής κι ο χρόνος να μην τον τρομάζει πια. Η αβίωτη ζωή τρομάζει στο τέλος της διαδρομής μας. Κι αυτό το βιβλίο μιλά για βίωμα, τραύμα, αγώνα, ρίσκο, ζωή. Κι αυτά τρομάζουν, αλλά λιγότερο.
Μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής και της έκδοσης του «Ήρθε η ώρα σου», νιώθετε ότι έχετε καλύψει τα κενά ή έχουν μείνει αναπάντητα ερωτήματα με τα οποία δεν έχετε ακόμη συμφιλιωθεί;
Όχι απλά δεν κάλυψα κενά, αλλά τα έκανα μεγαλύτερα! Η συμφιλίωση με τον χρόνο, την ώρα μας, τα γηρατειά, την αβίωτη ζωή, τα κενά, τον θάνατο, την απώλεια, το τραύμα και τελικά με την οδύνη της ίδιας της ύπαρξης δεν είναι εύκολο πράγμα. Μακάρι ένα βιβλίο να έφερνε τη γαλήνη. Σίγουρα όμως είναι ένα μοίρασμα αυτών των υπαρξιακών εγνοιών και ανησυχιών που σε κάνει να μη νιώθεις τόσο μόνος μέσα σε αυτά. Κάθε αναγνώστης που ένιωσε μαζί με εμένα πως ήρθε η ώρα του για αποφάσεις, στάσεις και θέσεις ζωής, είναι ένα βάλσαμο σε έναν ωκεανό από αναπάντητα ερωτήματα του κόσμου τούτου, που ενώ ξέρεις πως μόνος πρέπει να τα αντιμετωπίσεις, αυτή η αίσθηση πως κι άλλοι γύρω σου σηκώνουν μανίκια για να κάνουν το ίδιο, βοηθά.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 11 Απριλίου 2025.
