Η Ιωάννα Τσιγκένη πιστεύει ότι τα κίνητρα ποικίλουν από συγγραφέα σε συγγραφέα, αλλά εκείνο που ωθεί τον καθέναν να πιάσει «μολύβι και χαρτί» είναι η ανάγκη να επικοινωνήσει τα βαθύτερα συναισθήματά του.
Μας εξηγεί ότι το να γράψεις βιωματικά, δύσκολα έργα είναι κάτι βαθύτερο, κάτι υψηλότερο και ότι στη δική της περίπτωση ήταν η ανάγκη της να μοιραστεί με τους ανθρώπους πόσο καταλυτικά επέδρασε ο Θεός στη ζωή της, κρατώντας την όρθια, όταν η λογική έλεγε ότι έπρεπε ήδη να έχει πεθάνει..
Γι’ αυτό και επεδίωξε να γίνουν οι αναγνώστες της κοινωνοί της νέας της ζωής, για να δουν μέσα απ’ τη δική της ζωή, τον δικό της χαρακτήρα ότι ο άνθρωπος στις μύχιες σκέψεις του μπορεί να πει, να νοιώσει, να σκεφτεί τα πάντα, ακόμη και τα πιο αρνητικά.
Εξάλλου, όπως μας λέει, οι άνθρωποι από συστάσεως κόσμου μεγαλώνουν και μικραίνουν τις ψυχές τους, μόνο όταν ανοίξουν τα πνευματικά αυτιά και μάτια τους, ενώ όσα λόγια κι αν γραφτούν ή λεχθούν, αν ο καθένας από εμάς δεν είναι έτοιμος να ανοίξει πλατιά τη διάνοιά του, αν δεν είναι έτοιμος να γίνει δοχείο χάριτος, τα λόγια θα μένουν πάντα λόγια, διότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που βάζουν πίσω το «εγώ» τους, για να ακούσουν κάτι διαφορετικό..
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Λίλιαν» τιτλοφορείται το πρώτο σας μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κάκτος» και πρόκειται για μια «ιστορία προσωπικής περιπλάνησης», ένα ταξίδι στα άδυτα της ψυχής σας. Τι πιστεύετε, κυρία Τσιγκένη, ότι οδηγεί την πένα ενός συγγραφέα στην καταγραφή μιας ιστορίας;
Τα κίνητρα ενός συγγραφέα είναι βέβαιο ότι ποικίλουν. Ένα όμως είναι σίγουρο: η ανάγκη του να επικοινωνήσει τα βαθύτερα συναισθήματά του είναι αυτό που τον ωθεί. Ωστόσο, το να γράψεις βιωματικά, δύσκολα έργα είναι κάτι βαθύτερο, υψηλότερο. Στη δική μου περίπτωση ήταν η ανάγκη μου να μοιραστώ με τους ανθρώπους πόσο καταλυτικά επέδρασε ο Θεός στη ζωή μας, κρατώντας μας όρθιους, όταν η λογική έλεγε ότι θα έπρεπε ήδη να έχουμε πεθάνει..
Πότε νιώσατε πρώτη φορά την ανάγκη να εκφράσετε όλα όσα νιώθετε μέσω της γραφής;
Συνειδητοποίησα την ανάγκη μου να εκφράσω σε μια κόλα χαρτί όλα αυτά που φώναζαν μέσα μου, όταν μετά την απώλεια της Λίλιαν άρχιζα μια άλλη ζωή. Μια ζωή τελείως διαφορετική απ’ αυτή που είχα μάθει να ζω. Όταν όλα άλλαζαν γύρω μου με τρομακτική ταχύτητα. Κάθε τι που βίωνα και ήταν για τα δικά μέτρα ασύλληπτο με ωθούσε εκ νέου να το καταγράψω.
Η ιστορία του βιβλίου σας είναι η προσωπική σας ιστορία. Στο πρόσωπό της «Λίλιαν» ίσως πολλοί είναι εκείνοι που θα αναγνωρίσουν το δικό τους πρόσωπο, τη δική τους ιστορία. Πόσο γαληνεύει η ψυχή σας που τους κοιτάτε στα μάτια μέσα από τα δικά σας βιώματα, λέγοντάς τους πως δεν είστε μόνοι ούτε οι μόνοι;
Όπως αναφέρω και στον πρόλογο του βιβλίου, για εμένα ήταν σαν μια ομολογία πίστεως, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί, εκεί μπροστά στο ιερό, κοιτώντας το εκκλησίασμα, τον κόσμο. Γαλήνευε η ψυχή μου, νοιώθοντας ότι γινόμουν διάφανη. Κάνοντας ορατά τα εσώψυχά μου σε όλο τον κόσμο. Απογυμνώνοντας όλα τα συναισθήματα και τις ενδόμυχες σκέψεις μου, οι ομοιοπαθούντες θα νοιώσουν ότι πράγματι δεν είναι οι μόνοι αλλά κυρίως ότι δεν είναι μόνοι.
Στις 184 σελίδες του βιβλίου σας γινόμαστε κοινωνοί των συναισθημάτων σας, που μας αγγίζουν. Την θέλετε αυτή την επαφή μαζί μας; Θέλετε να γνωρίζουμε οι αναγνώστες στιγμές της ζωής σας;
Εννοείται ότι επεδίωξα να γίνουν οι αναγνώστες κοινωνοί της νέας μας ζωής για πολλούς λόγους. Να δουν μέσα απ’ τη δική μας ζωή, τον δικό μας χαρακτήρα, ότι ο άνθρωπος στις μύχιες σκέψεις του μπορεί να πει, να νοιώσει, να σκεφτεί τα πάντα, ακόμη και τα πιο αρνητικά. Στις σελίδες του βιβλίου θα δείτε ότι πολλές φορές έπεσα, αλλά ξανασηκώθηκα. Αν δεν δείξω ολοκληρωτικά το είναι μου, πώς ο αναγνώστης θα μπει στην ουσία της ιστορίας; Πώς θα αντιληφθεί τον πόλεμο αλλά και τη γαλήνη που επικρατεί στο τέλος; Πώς θα ταυτιστεί και θα δει τον εαυτό του μέσα απ’ όλο αυτό;
Πιστεύετε ότι στις μέρες μας έχουν «μικρύνει» τόσο οι ψυχές μας, που δεν είναι ικανές να ακούσουν τα λόγια των δικών μας ανθρώπων;
Όχι, κυρία Δούλη, δεν φταίνε οι μέρες μας που μικραίνουν οι ψυχές μας. Οι άνθρωποι από συστάσεως κόσμου μεγαλώνουν και μικραίνουν τις ψυχές τους, μόνο όταν ανοίξουν τα πνευματικά αυτιά και μάτια τους. Όσα λόγια κι αν γραφτούν ή λεχθούν, αν ο καθένας από εμάς δεν είναι έτοιμος να ανοίξει πλατιά τη διάνοιά του, να είναι έτοιμος να γίνει δοχείο χάριτος, τα λόγια θα μείνουν λόγια. Άλλωστε, συνήθως ακόμη και συμβουλές όταν ζητάμε, στην πραγματικότητα επιβεβαίωση θέλουμε των όσων έχουμε ήδη προαποφασίσει. Ελάχιστοι από εμάς βάζουμε πίσω το «εγώ» μας για να ακούσουμε ίσως κάτι διαφορετικό.
Αγάπη. Αυτό το έντονο συναίσθημα για το οποίο τόσα και τόσα έχουν γραφτεί… Εσείς φαίνεται να επενδύσατε σ’ αυτή, κυρία Τσιγκένη. Είναι εκείνη που κυριαρχεί στη ζωή σας;
Αγάπη… Ναι, νομίζω ότι πάντα κυριαρχούσε στη ζωή μου. Ξέρετε, κυρία δούλη, η αγάπη, η αληθινή άδολη αγάπη, δεν έχει όρια. Δεν διέπεται από τίτλους. Ερωτική, αδελφική, φιλική. Η ουσιαστική αγάπη είναι αυτή που δίδαξε ο Χριστός κι αυτή προσπαθώ να κατακτήσω. Διαβάζοντας το βιβλίο,θα βρείτε αγάπη ακόμη κι εκεί που θα ήταν λογικά αδύνατο να υπάρξει. Αυτό θεωρώ εγώ αγάπη. Αυτό το υπερβατικό συναίσθημα.
Αφουγκραζόσαστε τους ανθρώπους γύρω σας; Πιστεύετε ότι οι ιστορίες τους μπορούν να εμπνεύσουν τους συγγραφείς;
Ξεκάθαρα. Ο καθένας από όλους εμάς έχει και μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ξέρετε, χρόνια πριν και χωρίς να έχω στο μυαλό μου κανένα βιβλίο, καμία καταγραφή, λάτρευα να ακούω ιστορίες ανθρώπων. Ιστορίες που ξεπερνούν τη φαντασία ενός συγγραφέα πολλές φορές. Μάλιστα, τον τελευταίο καιρό κάνω μια τέτοια συλλογή ιστοριών, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θα αποτελέσουν την επόμενη αφορμή για συγγραφή. Υπάρχει τίποτε πιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό απ’ την ίδια την πραγματική ζωή;
Μυστήριο, αγωνία, πόνος και ανατροπές είναι μερικά από τα συστατικά του υπέροχου μυθιστορήματός σας. Από κει και πέρα είναι και ο τρόπος που χειριστήκατε τη γραφή. Τι επιπλέον προσθέσατε για να μας παρασύρετε πίσω από τις σκιές σας;
Νομίζω ότι δεν πρόσθεσα τίποτα με σκοπό να κάνω πιο ελκυστικό το βιβλίο πέρα από την πλήρη δική μου απογύμνωσή του μέσα σ’ αυτό. Στάθηκα στο φως που εξέπεμπε η Λίλιαν πάνω μου και άφησα τις όποιες σκιές πίσω μου. Ήταν τόσο δυνατό το φως της που όλα, μα όλα φωτίστηκαν μέσα απ’ αυτό και πήραν άλλη μορφή, άλλη διάσταση.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 14 Φεβρουαρίου 2025.
