Ἦταν φθινόπωρο. Ἡ ὁμίχλη κατέβαινε βαριὰ ἀπὸ τὰ βουνά, σὰν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἀποφάσιζε ἂν πρέπει νὰ σιωπήσει ἢ νὰ φωνάξει. Ὁ οὐρανὸς μισὸς γκρίζος, μισὸς κόκκινος. Τὸ αἷμα τῆς αὐγῆς μπλεγμένο μὲ τὴ σκιὰ τοῦ φόβου. Οἱ ἄνθρωποι ξυπνοῦσαν μέσα στὴ σιωπή, κι ὅμως ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτι ποὺ ἐρχόταν. Κανεὶς δὲν τὸ ἔβλεπε ἀκόμα, μὰ ὅλοι τὸ ἔνιωθαν: τὸ ἄγνωστο πλησίαζε.
Τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Κι ὕστερα, μιὰ λέξη.
ΟΧΙ.
Μικρή, ξερή, πετρωμένη. Μὰ μέσα της ὁλόκληρη ἡ ψυχὴ ἑνὸς λαοῦ.
Ἐκεῖνο τὸ πρωινό, ἡ Ἑλλάδα, μικρή, φτωχή, πληγωμένη, ὕψωσε τὸ ἀνάστημά της ἀπέναντι στὸ ἀτσάλι τῆς τυραννίας. Οἱ δρόμοι γέμισαν μὲ παιδιὰ ποὺ φοροῦσαν χιτῶνες ἀπὸ μάλλινο φρόνημα καὶ παπούτσια ἀπὸ ἐλπίδα. Οἱ μάνες τους, μὲ μαῦρα τσεμπέρια καὶ μάτια ποὺ κάηκαν ἀπὸ τὸν καπνὸ τῶν δακρύων, τοὺς ἔδιναν τὸ ψωμὶ τοῦ δρόμου, τὸ σταυρό, καὶ τὸ βλέμμα τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Δὲν ὑπῆρχε φόβος. Μόνο μιὰ παράξενη γαλήνη, σὰν νὰ εἶχαν συμφιλιωθεῖ ὅλοι μὲ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ μέσα σὲ αὐτὴ τὴ γαλήνη, ἡ Ἱστορία γράφτηκε στὰ χιονισμένα περάσματα.
Τὰ βουνὰ τῆς Πίνδου ἔγιναν τότε τὰ νέα σύνορα τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνεμος ἔσκιζε τὰ ροῦχα, τὸ χιόνι κατάπινε τὰ ἴχνη, μὰ οἱ στρατιῶτες τραγουδοῦσαν. Ἦταν, λένε, παιδιὰ δεκαοχτώ, εἴκοσι χρονῶν, κι ὅμως ἡ ψυχή τους εἶχε γεννηθεῖ αἰῶνες πρίν. Στὸ ἕνα χέρι κρατοῦσαν τὸ ὅπλο, στὸ ἄλλο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δὲν πολεμοῦσαν γιὰ δόξες. Πολεμοῦσαν γιὰ τὰ σπίτια τους, γιὰ τὰ γέλια τῶν παιδιῶν ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ σβήσουν, γιὰ τὴ φωνὴ τῆς μάνας ποὺ τοὺς φώναζε ἀπὸ μακριά: “Γύρνα, παιδί μου.”
Καὶ γύριζαν πολλοί, ἀλλά… ὄχι ὅλοι.
Ἄλλοι ἔμειναν ἐκεῖ, στὰ χιονισμένα φαράγγια, ἀγκαλιὰ μὲ τὴ γῆ ποὺ ἀγάπησαν. Ὁ πόνος τους ἔγινε ρίζα καὶ ἄνθισε σὲ κάθε πέτρα, σὲ κάθε σταυρὸ χωρὶς ὄνομα. Ὅταν ὁ ἥλιος ἔλιωνε τὰ χιόνια, οἱ ρεματιὲς μύριζαν θυμάρι καὶ αἷμα, κι ὁ ἀέρας κουβαλοῦσε ψιθύρους: “Μὴν μᾶς ξεχάσετε.”
Οἱ γυναῖκες τῆς Ἠπείρου, μὲ τὰ μανίκια σηκωμένα, κουβαλοῦσαν πολεμοφόδια στὰ χέρια τους, σὰν νὰ κράταγαν τὴν ἴδια τή μοῖρα τοῦ τόπου. Ὁ ἱδρῶτας τους ἔσταζε πάνω στὸ χιόνι, μετατρέποντάς το σὲ χρυσάφι. Δὲν φοβήθηκαν ποτέ. Μόνο πονοῦσαν σιωπηλά, ὅπως πονοῦν οἱ πέτρες ὅταν τὶς χτυπάει ἡ βροχή. Κι ὅμως, μέσα στὴ σιωπή τους ἀκουγόταν ἡ πιὸ δυνατὴ κραυγὴ τοῦ κόσμου: ἡ κραυγὴ τῆς ἀντοχῆς.
Κι ὕστερα ἦρθε ἡ Κατοχή.
Σκοτάδι, πεῖνα, θάνατος. Ἡ Ἀθήνα ἔμοιαζε μὲ φάντασμα ποὺ περπατοῦσε πάνω σὲ στάχτες. Τὰ παιδιὰ λιποθυμοῦσαν στὶς γωνιές, οἱ ἄνθρωποι περπατοῦσαν χωρὶς σκιά. Μὰ μέσα σ’ ἐκείνη τὴν ἀπόγνωση, πάλι ἕνα φῶς. Κάποιος μοιραζόταν τὸ ψωμί του, κάποιος ἄλλος ἔσβηνε κρυφὰ τὸ φῶς γιὰ νὰ προστατέψει τὸν διπλανό του. Ἡ ἐλευθερία εἶχε χαθεῖ, μὰ ἡ ἀνθρωπιὰ ἐπέμενε. Καὶ ἦταν αὐτὴ ἡ ἀσίγαστη φλόγα ποὺ κράτησε τὴ χώρα ὄρθια ὅταν ὅλα γύρω της σωριάζονταν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐποποιία τοῦ ’40. Ὄχι μιὰ σελίδα σὲ βιβλίο, ἀλλὰ μιὰ κραυγὴ ποὺ δὲν ἔσβησε ποτέ. Ἕνα μοιρολόι γιὰ ὅσους ἔπεσαν, κι ἕνας ὕμνος γιὰ ὅσους στάθηκαν.
Γιατί ὁ Ἕλληνας, ὅταν σκοτεινιάζει ὁ οὐρανός, δὲν σκύβει. Ἀνάβει ἕνα κερί.
Καὶ αὐτὸ τὸ κερί, ἀπὸ τό ’40 μέχρι σήμερα, δὲν ἔσβησε ποτέ.
Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, οἱ φωτογραφίες ξεθωριάζουν. Τὰ πρόσωπα ξεχνιοῦνται. Ὅμως ἂν σταθεῖς ἕνα πρωὶ τοῦ Ὀκτώβρη στὴν πλατεῖα ἑνὸς χωριοῦ, θὰ νιώσεις ἀκόμα κάτι νὰ σαλεύει στὸν ἀέρα. Μιὰ ἀνάσα παλιά, μιὰ μνήμη ποὺ δὲν θέλει νὰ γίνει παρελθόν. Θὰ δεῖς τὰ παιδιὰ νὰ κρατοῦν σημαῖες καὶ νὰ ψάλλουν, χωρὶς νὰ ξέρουν ἴσως καλὰ γιατί, κι ὅμως, ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ φλόγα ἀναβιώνει. Γιατί ἡ μνήμη τοῦ ’40 δὲν εἶναι θρῆνος, εἶναι ἀνάσταση.
Τὸ “ΟΧΙ” δὲν ἦταν μόνο ἄρνηση. Ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη κατάφαση στὴν ἐλευθερία. Ἦταν τὸ “ΝΑΙ” στὴ ζωή, στὴν ἀξιοπρέπεια, στὴν ψυχὴ ποὺ δὲν προσκυνᾶ. Ἦταν τὸ “ΝΑΙ” στὸ φῶς, ἐκεῖνο τὸ ἄσβεστο ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι.
Κι ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ σηκώνουμε τὰ μάτια μας καὶ βλέπουμε τὸν οὐρανὸ καθαρὸ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ μας, πρέπει νὰ θυμόμαστε:
κάποιοι στάθηκαν ἐκεῖ, μέσα στὸ χιόνι, γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ στεκόμαστε σήμερα στὸ φῶς.
Κάθε ἀναπνοή μας εἶναι τὸ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἰπώθηκε ποτέ.
Κι ἂν κάτι μᾶς ἄφησε ἐκείνη ἡ ἐποποιία, δὲν εἶναι μόνο δάκρυ. Εἶναι φλόγα.
Μιὰ φλόγα ποὺ λέει:
Ὅ,τι κι ἂν ἔρθει, ὅσο δύσκολα κι ἂν γίνουν τὰ χρόνια, ὅσο κι ἂν μικρύνει ὁ κόσμος μας, ἐμεῖς θὰ θυμόμαστε πὼς κάποτε εἴπαμε ΟΧΙ.
Καὶ τότε, μέσα σὲ μιὰ στιγμή, ἡ μικρή μας χώρα ἔγινε ἀπέραντη, ἀποδεικνύοντας ὅτι τὸ ΟΧΙ εἶναι πάντα Φῶς.





































































