Ογδόντα πέντε χρόνια μετά την κήρυξη του Ελληνοιταλικού πολέμου και 84 χρόνια από την τριπλή κατοχή Ιταλών – Βουλγάρων και Γερμανών, τιμούμε τους ήρωες και ηρωίδες που αντιστάθηκαν , πολέμησαν δίνοντας και τη ζωή τους για τη λευτεριά και το δίκιο.
Σήμερα τα σύννεφα ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου έχουν πυκνώσει επικίνδυνα στη γειτονιά μας. Οι αποφάσεις του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύουν διαρκώς τη φωτιά του πολέμου, διοχετεύοντας όλο και πιο ισχυρά όπλα στο Ισραήλ και στην Ουκρανία. Η ΕΕ αποφασίζει να δώσει ζεστό χρήμα, εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, για την πολεμική βιομηχανία που θα πληρώσουν ακριβά οι λαοί όπως και ο δικός μας, με νέους φόρους και περικοπές στις ανάγκες των γυναικών και των οικογενειών τους.
Δεν ανεχόμαστε:
1. Να λειτουργεί η χώρα μας ως μια απέραντη ΑμερικανοΝΑΤΟϊκή βάση και ορμητήριο του πολέμου από την Αλεξανδρούπολη ως τη Σούδα.
2. Να έχει μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο για μεταφορά όπλων και πυρομαχικών.
3. Να στέλνουν τα παιδιά μας και τους συντρόφους μας, τους φαντάρους και τους στρατιωτικούς μας χιλιάδες μίλια μακριά από τα σύνορα της χώρας μας.
4. Να τρομοκρατούν τους φαντάρους μας που εναντιώνονται στον πόλεμο.
Ο Γιάννης Ρίτσος περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα μετά την εισβολή των ιταλικών φασιστικών στρατευμάτων στις 28 του Οκτώβρη 1940. Το ποίημα γράφεται λίγες μόλις μέρες μετά, τον Νοέμβρη.
ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940
Αδέρφια μου,
αυτή την ώρα που ο ουρανός καμπυλώνεται πάνω μας
σαν μια πελώρια γαλανή θωπεία,
αυτή την ώρα που ο ουρανός γέρνει στους ώμους μας
γεμάτος τρυφερή στοργή,
συλλογίζομαι πού πήγε η στοργή των ανθρώπων.
Αδέρφια μου,
αυτή την ώρα που το φως πλάθει στον αέρα ρόδα
συλλογίζομαι πού πήγαν τα ρόδα της ψυχής μας.
Αδέρφια μου,
αυτή την ώρα που οι ποταμοί κυλούν στη θάλασσα
ξεπλένοντας τη μνήμη του χτεσινού θανάτου
συλλογίζομαι πού πάνε οι καταρράχτες του αίματός μας
σε ποια θάλασσα σμίγουν
ποιες ακτές ξεπλένουν
ποιο σκοπό τρέφουν κάτω απ’ το άπειρο.
Αδέρφια μου,
συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
συλλογίζομαι σας
συλλογίζομαι εμένα
συλλογίζομαι το Θεό.
Αδέρφια μου,
μην τάχατε δεν είμαστε όλοι αδέρφια μπρος στο φως;
Μην τάχατε δεν είμαστε όλοι αδέρφια μπρος στη Μοίρα;
Και πιο πολύ δεν είμαστε όλοι αδέρφια μπρος στη Λευτεριά;
Αδέρφια μου,
πώς μπορεί να πεθάνουμε
όταν η αυγή μπροστά στο παράθυρο
ξεπλέκει τα τριανταφυλλιά μαλλιά της
κι είναι ένας ουρανός ξανθός
που σου φιλάει κατάσαρκα όλη την ελπίδα
που σου φιλάει τ’ όνειρο ανάμεσα στα δυο του φρύδια τα σμιγμένα
όταν ο ήλιος καρφώνει την καρδιά του πόνου
και μας ξαναφέρνει στο κατώφλι της καινούργιας ημέρας
ωραίους, ανύποπτους κι αθώους σαν παιδιά;
Μόλις χτύπησε η σάλπιγγα
το μεγάλο προσκλητήριο
μείναμε γυμνοί κάτω απ’ τον ουρανό που ψήλωνε
γαλάζια ασπίδα
να φρουρήσει την καρδιά της ανθρωπότητας.
…………………………………………………………………………………………………
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις με τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας.
Κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
κι ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο μάκρος του δρόμου
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τραίνα περιμένουν
σφυρίζουν λίγο έξω απ’ την πόλη
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο.
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Αδέρφια μου. Αδέρφια μου,
μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
Γιάννης Ρίτσος
ΑΘΗΝΑ, Νοέμβρης 1940





































































