Η “winter depression” («κατάθλιψη του χειμώνα») ή αλλιώς Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή (Seasonal Affective Disorder -SAD) είναι μία συναισθηματική διαταραχή που συνδέεται άμεσα με την αλλαγή της εποχής. Στο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5) εμφανίζεται ως ειδικός διαγνωστικός προσδιοριστής («με εποχιακό μοτίβο») της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής ή της Διπολικής Διαταραχής.
Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι τα συμπτώματά της, από το καταθλιπτικό φάσμα –πολλά από τα οποία είναι άτυπα, όπως η υπερυπνία (αντί για αϋπνία) και η αύξηση (αντί για μείωση) της όρεξης- εμφανίζονται, κυρίως, με το που αρχίζει η μετάβαση από τους θερινούς στους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες.
Στην κλινική εικόνα του ασθενούς κυριαρχούν η εμμένουσα πεσμένη διάθεση, η απώλεια ενδιαφερόντων και η αδυναμία άντλησης ευχαρίστησης από τις καθημερινές δραστηριότητες (ανηδονία), η ευερεθιστότητα, η απελπισία, η ενοχή, το αίσθημα αναξιότητας και η ελαττωμένη σεξουαλική επιθυμία. Μπορεί να εμφανίζεται μειωμένη ενεργητικότητα και ημερήσια υπνηλία, έως και ληθαργικότητα. Ή προαναφερθείσα υπερυπνία (δηλαδή οι περισσότερες από το κανονικό / συνηθισμένο ώρες ύπνου) μπορεί να συνοδεύεται από δυσκολία στην πρωινή έγερση – κλινοφιλία, ενώ η αυξημένη όρεξη συνδέεται με αυξημένη επιθυμία καταναλώσεως υδατανθράκων και συνεπαγόμενη αύξηση βάρους
Η συγκεκριμένη διαταραχή ξεκινά κατά την ημερολογιακή περίοδο που διανύουμε τώρα και κορυφώνεται στα μέσα του χειμώνα. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να έχουμε, σε μικρότερο ποσοστό ασθενών, το αντίθετο μοτίβο επέλευσης των συμπτωμάτων, δηλαδή να παρατηρείται επιδείνωση της διάθεσης κατά την εαρινή και θερινή περίοδο του έτους. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, τα συμπτώματα με τα οποία θα εμφανισθεί η συγκεκριμένη εποχιακή διακύμανση του συναισθήματος, είναι λίγο διαφορετικά, καθώς κυριαρχούν η αϋπνία, η μειωμένη όρεξη, το αυξημένο άγχος και μπορεί να έχουμε ακόμη και εικόνα διέγερσης.
Η παθοσφυσιολογία της Εποχιακής Συναισθηματικής Διαταραχής φαίνεται να συνδέεται με την επίδραση που ασκεί στον υποθάλαμο η μειωμένη έκθεση στο ηλιακό φως, λόγω της αλλαγής του φωτοπεριόδου που επισυμβαίνει το φθινόπωρο. Το αποτέλεσμα είναι η αυξημένη παραγωγή μελατονίνης, η μείωση των επιπέδων της σεροτονίνης (με άμεσο αντίκτυπο στα πεδία της διάθεσης, της όρεξης και του ύπνου), ενώ σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζουν και οι εποχιακές διαταραχές στον κιρκάδιο ρυθμό ο οποίος αποτελεί το, συνδεόμενο με την εναλλαγή των εποχών, «βιολογικό ρολόι» του οργανισμού.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της κληρονομικότητας στην εμφάνιση της συγκεκριμένης διαταραχής η οποία φαίνεται να έχει οικογενή προδιάθεση, ενώ στην εκδήλωσή της δύνανται να συμβάλλουν και τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, με έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον να συγκεντρώνει η συζήτηση για την αποτελεσματικότητα της σχετικής θεραπείας υποκατάστασης. Η συχνότητα της νόσου αυξάνεται όσο απομακρυνόμαστε γεωγραφικά από τον ισημερινό, ενώ απαντάται 4 φορές συχνότερα στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες
Διάγνωση και θεραπεία
Ή διάγνωση γίνεται από ψυχίατρο με βάση τα προαναφερθέντα συμπτώματα και συγκεκριμένα κριτήρια που είναι τα ακόλουθα:
· Τακτική εμφάνιση των συμπτωμάτων σε συγκεκριμένη εποχή του έτους
· Επανάληψη του συγκεκριμένου εποχιακού μοτίβου κατά την ίδια χρονική περίοδο για τουλάχιστον δύο έτη
· Ένταση των συμπτωμάτων σε βαθμό που να επηρεάζουν την καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου
Από τη στιγμή που θα γίνει η διάγνωση υπάρχουν συγκεκριμένες θεραπείες αντιμετώπισης, όπως:
Η φωτοθεραπεία (Light Therapy) με ειδικές λάμπες που εκπέμουν στο φάσμα του ορατού φωτός (10.000 lux), με ειδικά φίλτρα για απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας, για 20-30 λεπτά καθημερινώς. Η συγκεκριμένη θεραπεία, μάλιστα, θεωρείται από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης διαταραχής.
Οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις (πχ η Γνωσιακή – Συμπεριφορική Θεραπεία / CBT – Cognitive Behavioral Treatment ή η συμβουλευτική παρέμβαση), μέσα από τις οποίες ο ασθενής μαθαίνει τρόπους να διαχειρίζεται τις επαναλαμβανόμενες αρνητικές σκέψεις και τη θλίψη που αυτές προκαλούν.
Η φαρμακευτική θεραπεία (αγωγή κυρίως με αντικαταθλιπτικά SSRIs / Εκλεκτικούς Αναστολείς των Υποδοχέων Επαναπρόσληψης της Σεροτονίνης ή βουπροπριόνη) που πρέπει να χορηγούνται υπό ιατρική παρακολούθηση και έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν η χορήγησή τους ξεκινά στην αρχή του χειμώνα, πριν την εμφάνιση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων και συνεχίζεται μέχρι την άνοιξη).
Τέλος, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, αποτελούν βασικό θεραπευτικό πυλώνα, περιλαμβάνοντας την προσπάθεια για αύξηση της έκθεσης στο ηλιακό φως (πχ με εργασιακά διαλείμματα για σύντομες μεσημβρινές βόλτες), την αύξηση των διαστημάτων σωματικής άσκησης σε εξωτερικούς χώρους και υπό το φως της ημέρας, την υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή και τη φροντίδα για βελτίωση των συνθηκών του νυκτερινού ύπνου, αλλά και των συνθηκών της καθημερινότητας τόσο στο εργασιακό, όσο και στο οικοιακό περιβάλλον το οποίο πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να καθίσταται όσο το δυνατόν πιο «ευήλιο» και «ευάερο», ακόμη και με απλές τεχνικές, όπως το να καθόμαστε, επί παραδείγματι, κοντά στα παράθυρα, τόσο όταν δουλεύουμε, όσο και όταν ξεκουραζόμαστε. Προς την κατεύθυνση αυτή, σημαντικός είναι και ο ρόλος ασκήσεων – τεχνικών καταπολέμησης του stress.
Στη φωτογραφία ο Χρίστος Λιάπης με συσκευή φωτοθεραπείας.
