Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, ὄχι σὲ κάποιο μακρινὸ βασίλειο, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἔχει γευτεῖ τὴ θλίψη τῆς ἀνεκπλήρωτης ἐπιθυμίας, κατοικοῦσαν τρεῖς δυστυχισμένοι. Ὁ πρῶτος, τὸν ἀποκαλοῦσαν μελαγχολικά «Ἂν ἤμουν». Ἡ ὕπαρξή του ἦταν μιὰ ἀέναη ἀναδρομὴ σὲ χαμένες εὐκαιρίες καὶ ἀνεκπλήρωτα «ἄν». «Ἂν ἤμουν πιὸ τολμηρὸς τότε…», μονολογοῦσε, «ἂν ἤμουν πιὸ μορφωμένος… ἂν εἶχα ἀκούσει τὴ συμβουλὴ ἐκείνου…». Ἡ ζωή του κυλοῦσε σὰν μιὰ θλιβερὴ ταινία μὲ σκηνὲς ἀπὸ ἕνα παρελθὸν ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ, γεμᾶτο «ἂν» ποὺ στοιχειώνουν τὸ παρόν.
Ὁ δεύτερος δυστυχισμένος ἔφερε τὸ βαρὺ ὄνομα «Ἂν εἶχα». Ἡ δυστυχία του πήγαζε ἀπὸ τὴν αἰώνια ἔλλειψη. «Ἂν εἶχα περισσότερα χρήματα…», ἀναστέναζε, «ἂν εἶχα τὴν ὑγεία ἐκείνου… ἂν εἶχα τὴν ἀγάπη ποὺ στερήθηκα…». Ἡ ματιά του ἦταν πάντα στραμμένη σὲ ὅσα δὲν κατεῖχε, συγκρίνοντας διαρκῶς τὴ δική του φτωχὴ συγκομιδὴ μὲ τοὺς φαινομενικὰ γεμάτους καρποὺς τῶν ἄλλων. Ἡ εὐγνωμοσύνη ἦταν ἄγνωστη λέξη γιὰ αὐτόν, καθὼς ἡ σκιὰ τῆς ἔλλειψης σκίαζε κάθε πιθανὴ χαρά.
Ὁ τρίτος, ὁ πιὸ πικραμένος ἴσως ἀπὸ ὅλους, ἀκούσθηκε «Ἂν μποροῦσα». Ἡ δυστυχία του δὲν πήγαζε οὔτε ἀπὸ τὸ παρελθὸν οὔτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ αἴσθηση βαθιᾶς ἀδυναμίας. «Ἂν μποροῦσα νὰ ξεπεράσω τοὺς φόβους μου…», ψιθύριζε, «ἂν μποροῦσα νὰ ἀλλάξω τὴ μοῖρα μου… ἂν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴ δύναμη νὰ προσπαθήσω…». Παραλυμένος ἀπὸ τὴν ἀμφισβήτηση τῶν δυνατοτήτων του, παρέμενε ἀγκιστρωμένος στὴν ἀδράνεια, βλέποντας τὴ ζωὴ νὰ περνᾷ σὰν ἕνα ποτάμι ποὺ δὲν τολμοῦσε νὰ διασχίσῃ.
Καὶ τότε, μιὰ μέρα σὰν ὅλες τὶς ἄλλες, ἀλλὰ ταυτόχρονα μοναδική, ἐμφανίστηκε μπροστά τους μιὰ μορφὴ ἁπλῆ καὶ ταπεινή, μὲ ἕνα βλέμμα γεμᾶτο καλοσύνη καὶ σοφία. «Γνωρίζω τὰ ὀνόματά σας», τοὺς εἶπε μὲ μιὰ φωνὴ γλυκιὰ σὰν ψαλμός. «Σᾶς ἀκούω νὰ θρηνεῖτε γιὰ ὅσα πέρασαν, γιὰ ὅσα σᾶς λείπουν καὶ γιὰ ὅσα νομίζετε πὼς δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε. Εἶμαι ὁ “Τώρα”».
Οἱ τρεῖς δυστυχισμένοι τὸν κοίταξαν μὲ ἔκπληξη καὶ μιὰ ἀμυδρὴ ἐλπίδα φώλιασε στὶς καρδιές τους. Ὁ «Τώρα» κάθισε δίπλα τους καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾷ μὲ λόγια γεμᾶτα φῶς.
«Φίλε “Ἂν ἤμουν”», εἶπε, «τὸ παρελθὸν εἶναι ἕνας δάσκαλος, ὄχι ἕνας δεσμοφύλακας. Οἱ ἐπιλογὲς ποὺ δὲν ἔκανες εἶναι μαθήματα γιὰ ὅσα μπορεῖς νὰ κάνῃς ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα. Ἡ μετάνοια γιὰ τὰ λάθη εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ καθαρίζει τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ σὲ αὐτὰ σὲ κρατᾷ αἰχμάλωτο. Ὁ Θεός, στὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία Του, σοῦ δίνει κάθε στιγμὴ τὴν εὐκαιρία νὰ ξεκινήσῃς ξανά, νὰ γίνῃς αὐτὸς ποὺ ποθεῖς νὰ εἶσαι, ὄχι αὐτὸς ποὺ θὰ ἤθελες νὰ ἤσουν».
Στράφηκε στὸν «Ἂν εἶχα» καὶ τοῦ εἶπε μὲ τρυφερότητα: «Ἀγαπητέ “Ἂν εἶχα”, ἡ εὐτυχία δὲν μετριέται μὲ τὰ ἀποκτήματα, ἀλλὰ μὲ τὴν πληρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅσα ἤδη ἔχεις εἶναι ὁ σπόρος γιὰ περισσότερες εὐλογίες. Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει κάθε δῶρο μὲ ἀγάπη, μικρὸ ἢ μεγάλο. Μάθε νὰ τὰ ἀναγνωρίζῃς καὶ νὰ τὰ ἐκτιμᾷς, καὶ τότε θὰ ἀνακαλύψεις ἕναν θησαυρὸ ποὺ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ποσότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀξία τῆς προσφορᾶς».
Τέλος, κοίταξε τὸν «Ἂν μποροῦσα» μὲ ἕνα βλέμμα γεμᾶτο ἐνθάρρυνση. «Φίλε “Ἂν μποροῦσα”, ἡ δύναμη δὲν βρίσκεται στὴν ἀπουσία φόβου, ἀλλὰ στὴν ἀπόφαση νὰ δράσῃς παρὰ τὸν φόβο. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δίνει δοκιμασίες ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε. Ἡ πίστη εἶναι τὸ φτερὸ ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ σηκώσῃ πάνω ἀπὸ κάθε ἐμπόδιο. Μὴν ἀμφισβητῇς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι χαραγμένη μέσα σου. Μπορεῖς, μὲ τὴ βοήθειά Του, νὰ κάνῃς περισσότερα ἀπὸ ὅσα φαντάζεσαι».
Ὁ «Τώρα» στάθηκε ὄρθιος καὶ τοὺς κοίταξε μὲ ἀγάπη. «Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μιὰ ἀναδρομή, οὔτε μιὰ λίστα ἐλλείψεων, οὔτε μιὰ ἀτέρμονη ἀναβολή. Ἡ ζωὴ εἶναι αὐτὸ τὸ δευτερόλεπτο, αὐτὴ ἡ ἀνάσα, αὐτὴ ἡ εὐκαιρία. Ὁ Θεός μας καλεῖ νὰ ζήσουμε στό “Τώρα”, μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ παρελθόν, ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον καὶ πίστη στὴν ἄπειρη ἀγάπη Του ποὺ μᾶς στηρίζει σὲ κάθε βῆμα».
Καὶ τότε, ὁ «Ἂν ἤμουν» ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὄχι γιὰ τὸ τί δὲν ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ τὸ τί μποροῦσε νὰ κάνῃ ἀπὸ αὐτὴ τὴ στιγμή. Ὁ «Ἂν εἶχα» ἔνιωσε μιὰ ζεστὴ αἴσθηση εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅσα εἶχε, ἀντὶ νὰ ἑστιάζῃ σὲ ὅσα τοῦ ἔλειπαν. Καὶ ὁ «Ἂν μποροῦσα» ἔνιωσε μιὰ σπίθα ἐλπίδας νὰ ἀναζωπυρώνεται μέσα του, μιὰ αἴσθηση ὅτι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦσε νὰ ξεπεράσῃ τὶς ἀμφιβολίες του.
Οἱ τρεῖς δυστυχισμένοι δὲν ἐξαφανίστηκαν ἐντελῶς. Οἱ σκιὲς τοῦ παρελθόντος, οἱ ψίθυροι τῆς ἔλλειψης καὶ οἱ δισταγμοὶ τῆς ἀδυναμίας ἴσως νὰ τοὺς ἐπισκέπτονταν κατὰ καιρούς. Ὅμως, πλέον εἶχαν γνωρίσει τόν «Τώρα», τὸν ἀγγελιοφόρο τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀναγέννησης. Εἶχαν μάθει ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία δὲν βρίσκεται σὲ ἕνα ἰδανικὸ παρελθόν, σὲ μιὰ φανταστικὴ πληρότητα ἢ σὲ μιὰ ἀνέφικτη δύναμη, ἀλλὰ στὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πληρότητα τῆς κάθε στιγμῆς ποὺ μᾶς χαρίζεται. Καὶ ἔτσι, μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ «Τώρα» καὶ τὴν πίστη στὴν αἰώνια ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἄρχισαν νὰ βαδίζουν στὸ μονοπάτι τῆς ζωῆς μὲ μιὰ νέα προοπτική, ἀνακαλύπτοντας τὴν ὀμορφιὰ τοῦ «σήμερα» καὶ τὴν ἀτελείωτη δυνατότητα τῆς θείας χάριτος.
