Πρός σέ τάς χεῖρας μου, πρός σέ τούς ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τά φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοί προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεί κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαγχνίσου, ὁ Θεός μου.
(Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, Δέησις)
Ο λειτουργικός χωροχρόνος της αγίας μας Εκκλησίας αναδύει την πιο ευωδιαστή του δόξα αυτές τις μέρες, τις μέρες της Μ. Εβδομάδας. Είναι γνωστό πως αυτή η Εβδομάδα κοσμείται από άρρητο εκφραστικό ύψος ύμνων που σωτηριωδώς εκπέμπουν τη μελιτώδη και αγιοτόκο τους πνοή που ως δρόσος Αερμών ψιθυρίζει Χριστό, φιλάει Χριστό, ερωτεύεται Χριστό.
Η Μ. Εβδομάδα είναι μία εβδομάδα ιδιαίτερη. Μία εβδομάδα με βάθος. Ο ευλαβής λαός το ομολογεί αυτό και παράλληλα αναμένει αυτή την εβδομάδα για να ανακαλύψει τον Νυμφίο στη ζωή του, στη ζωή της κτίσης, εν τέλει θα έλεγα στην ιστορία ενός πολιτισμού της σάρκωσης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το θρησκευτικό συναίσθημα ερεθίζεται στη σύνολη εναγωνιώδη και μύχια αγωνία του ανθρωπίνου πόνου. Αφενός μεν τα θεία γεγονότα των ημερών αυτών, αφετέρου δε το ήθος της βυζαντινής μουσικής, λειτουργούν ως σύνολη ευωχία καλλιτεχνίας στις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου που περισσότερο πονάει αλλά και περισσότερο μαθαίνει να ελπίζει.
Ολάκερη η υμνογραφία των ημερών αποτελεί ένα ποίημα. Ένα ποίημα που επιτρέπει στον άνθρωπο την κατοικία του Θεού στην ψυχή του, αφού καταπώς σημειώνει ο Heidegger «η ποιητική αυτή διαδικασία είναι το αρχέγονο στοιχείο που επιτρέπει το κατοικείν». Η ποίηση των θείων ύμνων και των μελωδημάτων του Πάθους και της Ανάστασης εναρμονίζει τις υπαρξιακές ανάγκες του πιστού για συμμετοχή στο μυστήριο του Θεού «ἐν τυμπάνῳ και χορῷ». Όμως εκείνο που «σφετερίζεται» με διάκριση το βασικό ρόλο στη βίωση του μυστηρίου αυτού δια της υμνωδίας, είναι ο ίδιος ο ανθρώπινος λόγος, καθώς κατά Κλήμη Αλεξανδρέα «ἑνί δέ ἄρα ὀργάνῳ, τῷ λόγῳ μόνῳ τῷ εἰρηνικώ, ἡμεῖς κεχρήμεθα, ᾧ γεραίρομεν τόν Θεόν».
Όπως το Βυζάντιο λειτούργησε ως «χωνευτήρι» ιδεών, ρευμάτων, αξιών για τον Φώτη Κόντογλου, έτσι και οι ύμνοι της Μ. Εβδομάδας λειτουργούν ως χωνευτήρι χαράς, λύπης, θρήνου, ελπίδας, αγάπης. Τα τροπάρια, οι ύμνοι, οι κανόνες, τα αντίφωνα, τα δοξαστικά όλων των αγίων ημερών ποιούν ήθος αγιοπνευματικής απόχρωσης στις ανθρώπινες ψυχές. Από την Κυριακή των Βαΐων έως και την Κυριακή του Πάσχα, παρελαύνουν και οι οκτώ ήχοι της βυζαντινής μουσικής από τα ιερά άσματα. Αυτή η εναλλαγή επιτρέπει την εναλλαγή των συναισθημάτων στην ψυχή του πιστού. Κάθε ήχος της βυζαντινής μουσικής λειτουργεί ως σκαλοπάτι βίωσης εκείνου του συναισθήματος που κάνει τον πιστό άλλοτε να δακρύζει και άλλοτε να χαίρεται. Και παρά το γεγονός του θρηνώδους και πένθιμου ύφους, δεν κυριαρχεί στα άσματα μόνο ο ήχος πλ. β’ ή ο ήχος β’, αλλά και ο ήχος α’, ο ήχος πλ. α’, ο ήχος γ’ που εκφράζουν τη χαρά, την ελπίδα. Ακόμη και μέσα σε ένα μουσικό κείμενο είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλαγές στον ήχο αλλά και μερικές αλλοιώσεις ανάλογα με την τοποθέτηση των φθορών και των χρωματισμών που επιτελείται. Έτσι δικαιώνεται και ο χαρακτηρισμός της χριστιανικής ζωής ως χαρμολύπης.
Ποιητικό ύφος, πνευματική ευαισθησία, μυσταγωγική ευσέβεια, θρηνώδες βίωμα, κατάνυξη, συναντούνται σε όλους τους ύμνους της Μ. Εβδομάδας του Ανδρέα Κρήτης, Κοσμά Μελωδού, Ρωμανού Μελωδού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Θεόδωρου Στουδίτη, Ιωσήφ υμνογράφου κ.ά. Κάθε μέρα ανάλογα με το γεγονός που τιμά, αποκτά και το δικό της ύφος. Άλλο είναι το μουσικό ύφος τη Μ. Παρασκευή και άλλο είναι την Κυριακή του Πάσχα. Θρηνώδες τη μία ημέρα και χαρμόσυνο – πανηγυρικό την άλλη.
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία στα ιερά άσματα των ημερών αυτών, είναι το γεγονός ότι οι λέξεις πέρα από τον μουσικό χρωματισμό που λαμβάνουν, από μόνες τους ως έννοιες εκφράζουν το πολυποίκιλο των συναισθημάτων. Ανομία, πάθος, πολυέλεος, φιλάνθρωπος, αμαρτία, προδοσία, φθορά, πτωχεία, διακονία, κραυγή, εσκοτισμένος, αχάριστος, ράπισμα, σταυρός, θεοκτονία, ονειδισμός, ευεργέτης, κρεμάμενος, παράνομος, ακατάληπτος, κατάρα, τάφος, χαρμονή, λύπη οικονομία, ξένος, αθανασία, ανάσταση, αιωνιότητα, ζωή, αγαλλίαση, φως εορτή, ευσπλαχνία, λυτρωτής, αποτελούν μερικές από τις λέξεις που κυριαρχούν εμφατικά αυτές τις άγιες μέρες στην υμνογραφία της Εκκλησίας.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με την ευαισθησία και αγάπη που τον κατείχε, πλησιάζει το μυστήριο του Πάθους και της Ανάστασης με ευλάβεια και πίστη. Γράφει στα «Άπαντα»: «Όλα τα τροπάρια είναι αμίμητης καλλονής και μελωδίας, και συνιστούμε να προσέξουν οι φιλόχριστοι αναγνώστες όχι δια των εξωτερικών οφθαλμών τους, αλλά δια των ματιών της ψυχής». Επιπροσθέτως στο «Λάβαρον» σημειώνει για την ακολουθία των Παθών: «Αλλά μετά προσοχής παρακολουθήστε τους απαράμιλλους των μελωδών ύμνους ψαλλομένους εξόχως κατανυκτικά, οι οποίοι και ως ποίηση και ως μέλος θα παραμείνουν για πάντα αθάνατα μνημεία της Βυζαντινής μουσικής».
Εν κατακλείδι, ο λόγος ενός ευλαβούς προσκυνητή της βυζαντινής μουσικής, του μακαριστού Μητροπολίτη Κοζάνης κυρού Διονυσίου, εκφέρει λόγο και ποιεί ήθος σχετικά με το λόγο της τέχνης της υμνωδίας: «Στην εκκλησιαστική σύναξη δεν ψάλλουμε, για να νιώσουμε μέσα μας αυτό που λέγεται καλλιτεχνική συγκίνηση, αλλά για να ζήσουμε την ιερή κατάνυξη, που γεννά στην ψυχή μας η αίσθηση από το ένα μέρος της παρουσίας του Θεού κι από το άλλο της ανθρώπινης αθλιότητας μας».