Στα 2024 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο συλλογικά γραμμένο, σε επιμέλεια των Silvia Ferrara, Barbara Montecchi, and Miguel Valerio, με τίτλο Writing from invention to decipherment1 (από την επινόηση της γραφής στην αποκρυπτογράφησή της). Μία από τις μελέτες που περιλαμβάνονταν στο βιβλίο ήταν της Willemijn Waal2 με τίτλο «Closing the gap. Writing in the Aegean from the Late Bronze Age to the Iron Age» (Κλείνοντας / γεφυρώνοντας το χάσμα: η γραφή στην περιοχή του Αιγαίου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού έως την Εποχή του Σιδήρου).3
Σʼ αυτήν επιχειρεί μια ριζική αναθεώρηση της παραδοσιακής αφήγησης για τη γραφή στις αιγαιακές περιοχές, αμφισβητώντας τη γενικευμένη άποψη περί μιας τετρακοσίων ετών «Σκοτεινής Εποχής» χωρίς γραπτά τεκμήρια, ανάμεσα στην κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1.200 π.Χ. και την εμφάνιση του ελληνικού αλφαβήτου περίπου το 800 π.Χ.4 Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η γραφή πιθανότατα δεν εξαφανίστηκε κατά την εν λόγω περίοδο, αλλά συνεχίστηκε με τη χρήση ευαλλοίωτων υλικών όπως φοινικόφυλλα, πάπυρος, ξύλο ή περγαμηνή, τα οποία δεν διατηρούνται αρχαιολογικά με την ίδια ευκολία όπως ο πηλός.
Μίσχος φοινικόφυλλου με εγχάρακτη αλφαβητική επιγραφή από την Υεμένη,5 11ος–10ος αιώνας π.Χ.6
Παραθέτοντας συγκριτικά στοιχεία από τον πλούτο των γραφικών συστημάτων της Εγγύς Ανατολής (όπως η σφηνοειδής και τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά), η Waal υπογραμμίζει την ποικιλομορφία και τη λειτουργική ευρύτητα που χαρακτήριζε τις χρήσεις της γραφής εκεί.
Το αλφαβητικό σύστημα γραφής χρησιμοποιούνταν ήδη τουλάχιστον από τις αρχές της δεύτερης, ή και από τα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ., όπως στην περιοχή Wadi el-Hol7 της Αιγύπτου, που έχουν βρεθεί αλφαβητικές επιγραφές που χρονολογούνται μεταξύ 1900 και 1800 π.Χ.8 Πριν από την ανακάλυψή τους το 1999, οι αρχαιότερες μαρτυρίες συμφωνικών αλφαβητικών γραφών (abjad) προέρχονταν από την περιοχή του Σινά9 και της Παλαιστίνης.10
Επιγραφή από την περιοχή Wadi el-Hol της Αιγύπτου
Πρωτοσιναϊτική επιγραφή
Σε αντίθεση με την ποικιλομορφία των γραφών στην Εγγύς Ανατολή, η εικόνα που έχουμε για τον αιγαιακό χώρο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις πινακίδες της Γραμμικής Βʹ,11 οι οποίες φαίνεται να εξυπηρετούν αυστηρά διοικητικούς σκοπούς. Ωστόσο, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι αυτή η εικόνα είναι στρεβλή, ακριβώς επειδή το αρχαιολογικό υλικό περιορίζεται σχεδόν μόνο σε πήλινες πινακίδες. Οι επιγραφές της Γραμμικής Βʹ είναι κατά βάση βραχύβια διοικητικά έγγραφα και φαίνεται να καλύπτουν μόνο ετήσιες περιόδους. Υποδεικνύει ότι η επιλογή του πηλού ως μέσου πιθανώς αντανακλά πρακτικούς ή περιστασιακούς λόγους και όχι το σύνολο των γραφικών πρακτικών της εποχής. Το γεγονός ότι πολλά σημεία της Γραμμικής Βʹ δεν έχουν σχεδιαστεί για χάραξη στον πηλό, η ποικιλία χειρών διαφορετικών γραφέων, καθώς και η χρήση της γραφής σε μη ανακτορικά συμφραζόμενα, ενισχύουν την άποψη ότι η Γραμμική Βʹ χρησιμοποιούνταν ευρύτερα, πιθανώς και σε βραχύβια υλικά που δεν διατηρούνται και δεν σώθηκαν ως τις μέρες μας.
Πινακίδα σε σχήμα φοινικόφυλλου με Γραμμική Βʹ από την Πύλο, 13ος αιώνας π.Χ.
Ένα ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το σχήμα των πινακίδων, το οποίο παραπέμπει σε φοινικόφυλλα. Η συγγραφέας συνδέει τη μορφή αυτή με την πιθανή ύπαρξη προτύπων εγγράφων γραμμένων πάνω σε φύλλα φοινίκων. Επιπλέον, παραπέμπει σε αρχαιολογικά δεδομένα, όπως τα ξύλινα δίπτυχα από το Ουλουμπουρούν12 και οι μεντεσέδες πινακίδων στην Πύλο, ως ενδείξεις ύπαρξης ευαλλοίωτων μέσων γραφής. Η αλληλογραφία μεταξύ του χετταίου βασιλιά και των Αχιγιάβα (Μυκηναίων) δείχνει ότι οι Μυκηναίοι συμμετείχαν σε διεθνή διπλωματική επικοινωνία, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη έγγραφης παραγωγής πέρα από την τοπική διοίκηση.
Ακολούθως, η Waal επεκτείνει την ανάλυσή της στο ελληνικό αλφάβητο, του οποίου οι πρώτες επιγραφές εμφανίζονται τον 8ο αιώνα π.Χ. «Αν και η σημιτική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου δεν αμφισβητείται, δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τη χρονική στιγμή κατά την οποία οι Έλληνες υιοθέτησαν αυτό το σύστημα γραφής»,13 αναφέρει. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για προγενέστερη χρήση, πιθανώς από τον 11ο αιώνα. Σημεία όπως η ποικιλία στην κατεύθυνση γραφής (αριστερής ή δεξιάς κατεύθυνσης, βουστροφηδόν, ελικηδόν κ.λπ.), η παρουσία διαχωριστικών σημείων μεταξύ των λέξεων,14 οι υπερβολικά πολλές (περίπου 33) παραλλαγές του αλφαβήτου, καθώς και η εγγενής ελληνική καινοτομία της προσθήκης φωνηεντικών γραμμάτων, υποδηλώνουν μια σταδιακή ανάπτυξη που δεν συμβιβάζεται εύκολα με το σενάριο μιας αιφνίδιας εισαγωγής.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο φαινόμενο του argumentum ex silentio: η απουσία μαρτυριών δεν ισοδυναμεί με απουσία χρήσης. Επικαλείται παραδείγματα όπως η Κύπρος ή τα ρουνικά ευρήματα της Βόρειας Ευρώπης, για να δείξει ότι η γραφή μπορεί να είχε επιβιώσει αλλά να μην έχει σωθεί λόγω της φύσης των υλικών.
Το εναλλακτικό σενάριο που προτείνει η Waal είναι πιο κοντά στα διαθέσιμα —αν και έμμεσα— δεδομένα: οι Έλληνες υιοθέτησαν το αλφάβητο πριν από τον 8ο αιώνα, πιθανώς ήδη από τον 11ο αιώνα π.Χ., και η χρήση του διαδόθηκε προοδευτικά. Οι πρώτες διασωθείσες επιγραφές, όπως το κύπελλο του Νέστορος από τις Πιθηκούσσες, η οινοχόη του Διπύλου από την Αθήνα και ο σκύφος τού Ακεσάνδρου,15 απλώς αντανακλούν την εξάπλωση της γραφής σε υλικά όπως η πέτρα ή η κεραμική, και όχι την απαρχή της χρήσης της. Επιπλέον, η επανεξέταση των πολιτισμικών όρων της λεγόμενης «Σκοτεινής Εποχής» δείχνει ότι υπήρξαν περιοχές ευημερίας και συνέχειας, ενώ οι επαφές με την Εγγύς Ανατολή δεν διεκόπησαν ποτέ πλήρως.
Το κείμενο της γραμμένης βουστροφηδόν επιγραφής από το κύπελλο του Νέστορος
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το ελληνικό αλφάβητο και η γραφή γενικότερα δεν προέκυψαν ex nihilo, αλλά αποτέλεσαν τον καρπό μιας πλούσιας, αλλά ατελώς σήμερα διατηρημένης, γραφικής παράδοσης με βαθιές ρίζες στον μυκηναϊκό και ευρύτερο ανατολικομεσογειακό κόσμο.
Υποσημειώσεις
1 Silvia Ferrara, Barbara Montecchi, Miguel Valerio, Writing from Invention to Decipherment, εκδ. Oxford University Press, Oxford 2024, ISBN 9780198908746, σελ. 352.1
2 Μιας Ολλανδής χεττιτολόγου και κλασικής φιλολόγου με μελέτες πάνω στη χεττιτική διοικητική πρακτική και την ανάπτυξη των πρώιμων συστημάτων γραφής, συμπεριλαμβανομένων των λουβικών ιερογλυφικών και του ελληνικού αλφαβήτου.
3 Κάποιες παρουσιάσεις της μελέτης αυτής στον ελληνικό τύπο και διαδίκτυο είχαν πολλές παρανοήσεις και λάθη, και γιʼ αυτό αποφάσισα να την διαβάσω στο πρωτότυπο και να την παρουσιάσω…
5 Peter Stein, «Palaeography of the Ancient South Arabian script. New evidence for an absolute chronology», Arabian Archaeology and Epigraphy, 24.2 (2013) 186–195.
7 Ουάντι ελ-Χολ: κοιλάδα / φαράγγι του τρόμου.
8 Émile Puech, «Inscriptions alphabétiques du Ouâdî el-Ḥôl», Revue Biblique, 131.1 (2024) 5–23.
9 Σύμφωνα με μελέτη της αιγυπτιολόγου Orly Goldwasser («How the alphabet was born from hieroglyphs», Biblical Archaeology Review, 36.2 (March–April 2010) 40–53) η ανακάλυψη του πρώτου αλφαβητικού συστήματος γραφής δεν έγινε από μορφωμένους γραφείς, αλλά από ασήμαντους Χαναναίους εργάτες που δούλευαν σε μεταλλεία στο Σινά, κατά την εποχή του Αιγυπτιακού Μέσου Βασιλείου. Αυτοί, παρατηρώντας τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, εμπνεύστηκαν και διαμόρφωσαν μια απλουστευμένη γραφή με λίγα μόνο σύμβολα, το λεγόμενο πρωτοσιναϊτικό αλφάβητο, όπου κάθε γράμμα αντιστοιχούσε στον αρχικό ήχο μιας λέξης (π.χ. το σύμβολο του σπιτιού (𐤁) για τον ήχο /b/ από τη λέξη bayt). Αυτό ήταν επαναστατικό, καθώς η γραφή αποδεσμεύτηκε από το μονοπώλιο των γραφειοκρατών και έγινε προσιτή στους απλούς ανθρώπους. Το αλφάβητο διαδόθηκε αργά, αρχικά σε καραβανόδρομους και περιθωριακές περιοχές, αλλά σταδιακά εξελίχθηκε στα συστήματα των Φοινίκων, των Ελλήνων και της Δύσης, επηρεάζοντας βαθιά τις πολιτισμικές εξελίξεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
11 Καθώς μόνο η Γραμμική Βʹ και το Κυπριακό συλλαβάριο έχουν αποκρυπτογραφηθεί, ενώ άλλες, όπως η Γραμμική Αʹ, η γραφή του Δίσκου της Φαιστού και τα Κρητικά ιερογλυφικά δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθεί.
12 Το ναυάγιο του Ουλουμπουρούν, που εντοπίστηκε κοντά στην τουρκική ακτή της Λυκίας και χρονολογείται στον 14ο αιώνα π.Χ., αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, προσφέροντας ανεκτίμητα στοιχεία για το διεθνές εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Ανάμεσα στα χιλιάδες αντικείμενα που ανελκύστηκαν από το πλοίο —όπως χάλκινοι και κασσιτέρινοι ράβδοι, πολύτιμοι λίθοι, αιγυπτιακά και κυπριακά αντικείμενα, καθώς και μυκηναϊκά σκεύη— βρέθηκαν και μερικά μικρά κομμάτια ξύλου με σημάδια που θεωρούνται επιγραφικά. Οι επιγραφές αυτές, γραμμένες πιθανώς σε κυπρομινωική ή άλλη συλλαβική γραφή, είναι από τα σπανιότερα τεκμήρια γραφής πάνω σε οργανικό υλικό από την εποχή αυτή και συμβάλλουν στις έρευνες για την καταγωγή και τη χρήση των πρώιμων συστημάτων γραφής στην ανατολική Μεσόγειο.
15 Στη Μεθώνη της Πιερίας, την αρχαιότερη αποικία των Ερετριέων στον βορρά, εντοπίστηκαν 191 κεραμικά που αποτελούν σπάνια και εξαιρετικά ενδιαφέροντα τεκμήρια της πρώιμης χρήσης του ελληνικού αλφαβήτου. Τα αντικείμενα αυτά, χρονολογούμενα στον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., προέρχονται από ταφικά σύνολα και περιλαμβάνουν κυρίως κεραμική με χαραγμένες επιγραφές ιδιοκτησιακού ή αφιερωματικού χαρακτήρα, συχνά με προσωπικά ονόματα, αποτυπώνοντας έτσι τη διάδοση και καθιέρωση της γραφής στην περιοχή ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια. Η παρουσία εισηγμένων αγγείων από περιοχές όπως η Εύβοια και η Αθήνα φανερώνει πολιτισμικές επαφές και εμπορικές ανταλλαγές. Στο ίδιο γεωγραφικό πλαίσιο εντάσσεται και ο περίφημος σκύφος του Ακεσάνδρου (Acesander’s cup), ένα από τα αρχαιότερα δείγματα εγχάρακτης ελληνικής επιγραφής σε κεραμικό σκεύος, ο οποίος χρονολογείται στον ύστερο 8ο αιώνα (730–720 π.Χ.) και φέρει την επιγραφή «Ἀκεσάνδρου εἰμί»· αυτή η τυπική φράση ιδιοκτησίας όχι μόνο μαρτυρεί το πρόσωπο στο οποίο ανήκε το αγγείο, αλλά και αναδεικνύει τον λειτουργικό και κοινωνικό ρόλο της γραφής στη βόρεια Ελλάδα της εποχής. (Yiannis Tzifopoulos, «Inscriptions, Graffiti/Dipinti, and (Trade)Marks at Methone (ca.700 BC)», στο Ancient Methone, 2003–2013: Excavations by Matthaios Bessios, Athena Athanassiadou, and Konstantinos Noulas, εκδ. Cotsen Institute of Archaeology Press, ISBN 9781950446339, σελ. xxxvii + 1444:487–498 & «Σπάνια ενεπίγραφα αντικείμενα σε ανασκαφές στη βόρεια Πιερία», www.archaiologia.gr, 25.01.2012)
