Ό Αγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στίς 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν Ιδιόμορφο, καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός, ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις, χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας.
Επιμέλεια
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΑΡΡΗΣ
Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο. Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας. Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ίαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Απω Ανατολή, οπού εργάστηκε σαν χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε καί με την Αννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγο του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Πρίν ακόμη τελειώσει ό πόλεμος εργάζεται σε ένα μικρό νοσοκομείο. ΟΙ επιτυχίες του είναι τόσο πολλές πού ή φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα καί ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ϊδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία καί συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στίς εγχειρήσεις των οφθαλμών καί αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 ό άγιος Λουκάς βρίσκεται οτήν Τασκένδη. Ή ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει καί ή Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Ή κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ό Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν ή συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεοϋ αποκαλύφθηκε ή αλήθεια καί ό γιατρός αφέθηκε ελεύθερος.
Ή περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστά-τωσε την “Αννα, ή οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, καί ή υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό πού λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατο της, ό γιατρός εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, ή οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Το 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας καί Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, καί απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία.
Ό Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός καί αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο πού εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν ο’ι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του άθεϊστικοϋ καθεστώτος. Στό μεταξύ, στους διωγμούς προστίθεται καί ή πληγή της «ζώσης εκκλησίας» πού σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς καί τους πιστούς, καί να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ό γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ό αρχιεπίσκοπος Τασκένδης καί Τουρκεστάν Ίννοκέντιος από τους σχισματικούς, ό γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ό Αρχιεπίσκοπος Ίννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει Ιερέας. Πράγματι, ή χειροτονία του σε διάκονο έγινε στίς 26 Ιανουαρίου 1921 καί μια βδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1922 ή «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεση της καί εκτοπίζει τον Ίννοκέντιο. Ό κλήρος καί ό λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του Επισκόπου τον π. Βαλεντίν-Γιασενέτσκι. Ή κούρα του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ίερέα-καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο Επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου καί ιατρού Λουκά. Στή συνέχεια ταξίδεψε ως το Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί Επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο καί πολύ σύντομα ό Επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία καί φυλακίστηκε. Στή φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει καί το σύγγραμμα του: «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το όποιο, όμως, δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ό συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του ο’ι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τίς εκκλησίες, μα ό λαός, Πιστός στίς συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησης του πλήθος κόσμου στάθηκε στίς γραμμές του τραίνου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ό κόσμος απομακρύνθηκε από τίς αστυνομικές δυνάμεις καί ό Επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ καί βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας πού θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλες τίς κακουχίες, ή συμπεριφορά του Επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη καί των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πώς ή κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ό Επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Στό νοσοκομείο του Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή καί δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Ή κατάσταση του ήταν απελπιστική.
Ό επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα πού διέθετε. Ό γιατρός πού διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ό ασθενής, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ.
Παρόλο πού ήταν ή πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επί-σημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Στή συνέχεια ή G.P.U. τον στέλνει ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Καί στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τίς υπηρεσίες του σε όσους τίς χρειάζονταν, παρ’ όλες τίς αντίξοες συνθήκες.
Ό λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη καί σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους πού σχεδίασαν νέα εξορία για τον Έπίσκοπο-γιατρό: αυτή τη φορά τον έστελναν πέρα από τον αρκτικό κύκλο στο Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ό ήλιος δεν ανατέλλει. Ή υγεία του Επισκόπου είχε επιδεινωθεί καί μια τέτοια εξορία ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή του. Αυτός ήταν καί ό σκοπός των διωκτών του.
Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο καί λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν καί απαίτησαν την επιστροφή του Επισκόπου. ΟΙ άρνητές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ό Επίσκοπος Λουκάς, πού από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ καί συνέχισε απερίσπαστος τίς ασχολίες του για οκτώ μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρ’ όλες τίς δυσκολίες πού αντιμετώπισε δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του καί επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στό Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ό βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον Επίσκοπο πώς μπορούσε να πάει όπου ήθελε: ήταν ελεύθερος! Όπως ήταν φυσικό ό Επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς, εκεί αντιμετωπίζει τίς συκοφαντίες ακόμη καί των συνεργατών του, γεγονός πού τον οδηγεί στην παραίτηση από την έδρα του Επισκόπου. Στήν Τασκένδη συνεχίζει τίς φιλανθρωπίες του, μα ο’ι αντίπαλοι του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον βγάλουν από την μέση.
Ή αφορμή δεν άργησε να βρεθεί καί ό Επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ό σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το Ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις καί απεργίες πείνας καί άφοϋ πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ό Αγιος εξορίστηκε για μία ακόμη φορά στη Σιβήρία. ΟΙ δραστηριότητες του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τίς αρχές αλλά καί τους κατοίκους. Σύντομα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωση του, περνά μια μακρά περίοδο δοκιμασιών καί περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον Επίσκοπο να εγκαταλείψει την Ίεροσύνή. Στήν περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας χάνει την όραση του από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
Την ϊδια περίοδο, εκδίδονται τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», χωρίς όμως να αναγράφεται το αξίωμα του. Εν καιρώ, έπανακτά την εσωτερική γαλήνη, πού είχε στερηθεί, καί περνά δύο χρόνια ηρεμίας καί ειρήνης κοντά στα πα ίδια το υ.
Ό Επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από τον φάκελο πού του διατηρούσαν στο Κόμμα μπορούμε να γνωρίζουμε τίς δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε καί τον μισθό του σε αγαθοεργίες: βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους καί εξόριστους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργει¬ες του ενόχλησαν καί πάλι το καθεστώς πού τον συνέλαβε εκ νέου καί τον οδήγησε στην εξορία.
Όταν στίς 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ό άγιος, αν καί εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού καί τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου καί σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την “Ανοιξη του 1942 αλλάζει ή στάση της πολιτείας απέναντι στον ϊδιο, αλλά καί απέναντι στην Εκκλησία. Σέ όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν ο’ι εκκλησίες καί ό λαός βρίσκει καταφύγιο στους Ιερούς ναούς από την παραφροσύνη του πο¬λέμου. Για να καλυφθούν ο’ι υπάρχουσες ανάγκες ό Επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν καί ό Αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Ή Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ καί Μιτσούρινσκ.
Το 1945 ό Αρχιεπίσκοπος Λουκάς παρασημοφορήθηκε «για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» . “Ενα χρόνο αργότερα, το 1946, λόγω της μεγάλης του προσφοράς στην ιατρική επιστήμη – μετά από 11 χρόνια φυλακίσεων καί εξορίας – τιμάται με το βραβείο Στάλιν. Τον ϊδιο καιρό λαμβάνει τιμητική διάκριση από τον Πατριάρχη Αλέξιο καί αποκτά δικαίωμα να φέρει τον αδαμάντινο σταυρό στην αρχιερατική μήτρα. Στά 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καί Κριμαίας. ‘Εκεΐ το έργο του είναι δύσκολο. Ή φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις πού αναγκάζεται να ταίζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής.
Στρέφει το ενδιαφέρον του στα εκκλησιαστικά καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν νέες εκκλησίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια καί την αδιαφορία των Ιερέων τονίζοντας πώς πρέπει ο’ι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς.
Με τη βελτίωση στίς σχέσεις Εκκλησίας Κράτους ό Αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία: το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού καί πάντα τον Χριστό», σημειώνει ό ϊδιος.
Από τα κηρύγματα του καταγράφηκαν περίπου 750, τα όποια αποτέλεσαν 12 τόμους (περίπου 4500 σελ.), καί έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή καί θεολογία» .
Την “Ανοιξη του 1952 επιδεινώνεται ή όραση του, ενώ στίς αρχές του 1955 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ό Νικήτας Χρουστσόφ, ό όποιος ξεκινά νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας πού κορυφώνονται το 1959. Ό Αρχιεπίσκοπος μερίμνα για το ποίμνιο του καί προσπαθεί να τους δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ: «Είναι όλο καί πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τίς υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν ή μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν Ιερείς καί ό αριθμός τους όλο καί ελαττώνεται… Κατά τόπους ή αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να τα καταφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Άλλα με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου» .
Ή αγάπη του κόσμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα καί αλλόθρησκοι καί άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ό Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 80 ετών. Διαισθάνεται πώς το τέλος πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά καί τον καιρό πού απομένει περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά, την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ήμερα πού γιορτάζουν οι “Αγιοι Πάντες της αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ό Άρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι.
Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, ή κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σι-γά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη καί οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες καί οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ό δρόμος μέχρι καί το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Καί μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια, ό ύμνος: Αγιος ό Θεός, Αγιος Ισχυρός, Αγιος Αθάνατος, έλέησον υμάς. Ό,τι καί να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, ή απάντηση ήταν μία: – Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπο μας».
Το Νοέμβριο του 1995 διακηρύχθηκε Άγιος από την Ουκρανική “Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα ή άνακομιδήτών λειψάνων του πού τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τρεις ήμερες αργότερα, στίς 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.
Στις 24-25 Μαΐου 1996 ήρθε καί ή επίσημη διακήρυξη του από το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Ή μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στίς 11 Ιουνίου, επέτειο της κοίμησης του.
Ό “Αγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι, με τη ζωή του απέδειξε πώς ουσιαστικά δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη θρησκεία καί την επιστήμη. Κατάφερε να τίς συνδυάσει με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο έχοντας ως κίνητρο την προσφορά στον συνάνθρωπο σε απόλυτη συμφωνία με το λόγο του Θεού. Ή αυταπάρνηση του για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι ό λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον ουκρανικό λαό καί τους ορθόδοξους όλου του κόσμου ενώ ταυτόχρονα κέρδισε τον σεβασμό των πολεμίων του.
Νάντια Μανία
Απολυτίκιο *
«Νέον άγιον του Παρακλήτου, σε άνέδειξεν, Λουκά ή Χάρις, εν καιροίς διωγμών τέ καί θλίψεων Νόσους μεν ως ιατρός έθεράπευσας, καί τάς ψυχάς ως ποιμήν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, εγγάμων τύπος καί μοναστών, πρέσβευε σωθήναι τάς ψυχάς ημών.»
Κοντάκιο *
Ανεδείχθης ήλιος, νυκτί βαθεία, διωγμού, μακάριε, διό καί θάλπος νοητόν, το εκ Θεού συ έξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκά πανσεβάσμιε.
** Απολυτίκιο καί Κοντάκιο προς τιμήν του εν άγίοις πατρός ημών Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως καί Κριμαίας του ιατρού, ποιηθέντα υπό πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Θέρμου – Παιδοψυχιάτρου.
Από το “Αγιολογιο της Ορθοδοξίας” του Χρίστου Δ. Τσολακίδη
