Δὲν πέρασαν παρὰ λίγες μέρες… μὰ μοιάζουν αἰῶνες. Στὶς 2 Ἰουλίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2025, ἔγειρε γλυκὰ τὸ κεφάλι του ὁ Γέροντας Ἰσίδωρος, καὶ σὰν παιδὶ ποὺ ἀποκοιμιέται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, ἀναπαύθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἔκρυψε ἡ αἰωνιότητα, ὅπως κρύβεται τὸ φεγγάρι πίσω ἀπὸ τὰ σύννεφα· δὲν ἔσβησε ὅμως. Φώτισε ἀλλοῦ.
Πῶς νὰ γράψῃ κανεὶς γιὰ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο;
Πῶς νὰ χωρέσῃ σὲ λέξεις ἕνα βλέμμα ποὺ μιλοῦσε πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ λόγο, μιὰ σιωπὴ ποὺ γλύκαινε τὴν ψυχή, ἕναν λόγο ποὺ παρηγοροῦσε σὰν τὸ χάδι τῆς Παναγίας;
Ὁ Γέροντας Ἰσίδωρος δὲν περπατοῦσε — βάδιζε σὰν νὰ μὴν ἄγγιζε τὴ γῆ. Κι ὅμως, ἤξερε νὰ σκύβῃ χαμηλά· νὰ καθίσῃ δίπλα στὸν πονεμένο, νὰ σηκώσῃ τον κουρασμένο, νὰ ἀκούσῃ τον λησμονημένο.
Ἡ παρουσία του γαλήνευε τὸν χῶρο. Μιλοῦσε λίγο, μὰ κάθε του λέξη ἦταν κόσμημα· κάθε φράση του, σὰν εὐαγγελικὴ ῥήση, χαρασσόταν στὴν καρδιά.
Δὲν εἶχε μέσα του ἴχνος κακίας. Καμμιὰ σκιά· μόνο φῶς. Ἀγάπη πληθωρική, σὰν ποτάμι ποὺ δὲν γνωρίζει φραγμούς. Ὅποιος τὸν πλησίαζε, δὲν ἤθελε νὰ φύγῃ. Ἦταν σὰν νὰ ἀγκάλιαζες το φῶς — ποιός θέλει νὰ ἀφήσῃ το φῶς καὶ νὰ ξαναμπῇ στὸ σκοτάδι;
Καὶ τώρα, ἐκεῖ ποὺ κοιτάζω, βλέπω τὰ σημάδια του.
Στὸ στασίδι του, ποὺ ἔμεινε ἄδειο μὰ γεμᾶτο — ἄδειο ἀπὸ σῶμα, γεμᾶτο ἀπὸ χάρη.
Στὸ ῥάσο του, ποὺ μύριζε λιβάνι, κερί, καλοσύνη καὶ ἱδρώτα ἀγώνα· σὰν νὰ ἀναπνέῃ ἀκόμη.
Στὰ μονοπάτια τοῦ Κελλίου, ποὺ θυμοῦνται τὰ βήματά του, ὅπως ὁ πηλὸς κρατᾷ τὴν ἐντύπωση τοῦ ἁγίου ποδός.
Καὶ τὸ «Κύριε ἐλέησον»… ἀντηχεῖ ἀνάμεσα στὶς πέτρες, σὰν ἐκεῖνος νὰ τὸ ψιθυρίζῃ ἀπ’ τὸν Οὐρανό.
Δὲν τὸ ἔλεγε· τὸ ἀναστέναζε. Σὰν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὴν καρδιὰ κι ἀνεβαίνει ἀργὰ στὸν Οὐρανό.
Τὸ ἔλεγε ὅπως ἀνασαίνει κανείς· ὄχι μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά. Ὄχι γιὰ νὰ ἀκουστῇ, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθῇ.
Καὶ τώρα, τὸ ἀκούω — ὄχι μὲ τ’ αὐτιά, ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχή.
Σὲ κάθε γωνιὰ βλέπω τὴν παρουσία του· ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου μένει στὸ δωμάτιο ἀκόμη κι ὅταν ἔχῃ βασιλέψῃ.
Σὲ κάθε φωνή, ἀκούω τὴ δική του· στὸ κάλεσμα τοῦ πόνου, στὴν κραυγὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὴν σιωπὴ τοῦ κανόνα.
Σὲ κάθε προσευχή, νιώθω τὴν ἀνάσα του· ὅπως ὁ ἄνεμος ποὺ δὲ φαίνεται, μὰ κουνᾷ τὰ φύλλα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ἀοράτως, κινεῖ τὴν καρδιά μου.
Σὰν νὰ εἶναι ἐδῶ· καὶ ὅμως, δὲν εἶναι.
Μήπως εἶναι — πιὸ βαθιά, πιὸ πνευματικά, πιὸ πραγματικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἦταν ποτέ;
Ὁ Γέροντας Ἰσίδωρος ἀγαπήθηκε ὅπως ἀγαπιοῦνται οἱ ἅγιοι: σιωπηλά, βαθιά, ἀναπόδραστα.
Ὅσοι τὸν πλησίασαν, ἔφυγαν ἀλλαγμένοι.
Δὲν εἶχε ἀρχοντικὴ κορμοστασιὰ οὔτε κοσμικὴ ἐξουσία· εἶχε βλέμμα ποὺ διάβαζε τὴν ψυχὴ καὶ χέρια ποὺ εὐλογοῦσαν μὲ πόνο.
Ἔμπαινες στὸ κελλί του φορτωμένος καὶ ἔβγαινες ἐλαφρύτερος — ὄχι γιατὶ σοῦ ἔλυνε τὰ προβλήματα, ἀλλὰ γιατὶ σὲ ἔκανε νὰ τὰ σηκώσῃς μὲ πίστη.
Ἡ Καλοσύνη του; Ὠκεανός.
Ἡ Ἐλεημοσύνη του; Ὅρια δὲν εἶχε — σὰν πηγή ποὺ δὲν στέρευε, ἀκόμη κι ὅταν τὸ χέρι ἔδινε ἀπὸ τὸ ὑστέρημα.
Ἡ Ὑπομονή του; Σὰν βράχος ποὺ τὸν χτυπᾷ τὸ κῦμα, μὰ δὲν θρυμματίζεται.
Ἡ Ταπεινότητά του; Σὰν τὴ γῆ, ποὺ πατοῦμε πάνω της κι ἐκείνη δὲν παραπονιέται ποτέ.
Ποῦ πῆγε αὐτὸς ὁ ἄγγελος μὲ σῶμα;
Ποῦ πέταξε ἡ ψυχή του;
Λένε πὼς ὁ χρόνος ἐπουλώνει τὸν πόνο — ἀλλὰ ποιός χρόνος;
Πόσος καιρὸς πρέπει νὰ περάσῃ γιὰ νὰ παρηγορηθῇ ἡ καρδιά;
Πόσες ἀνατολὲς καὶ πόσα ἡλιοβασιλέματα χρειάζονται γιὰ νὰ πάψῃ νὰ πονᾷ ἡ καρδιὰ κάθε φορὰ ποὺ κοιτᾷ τὸ ἀδειανὸ στασίδι;
Ποιά ῥοὴ τῆς ὥρας μπορεῖ νὰ γεμίσῃ τὸ κενὸ ποὺ ἄφησε;
Πόσα «Κύριε ἐλέησον» θὰ χρειαστοῦν μέχρι νὰ ξανασμίξουμε;
Κι ὅμως… ὑπάρχει μία παρηγοριά — μία μόνο.
Πὼς ὁ Γέροντας Ἰσίδωρος δὲν ἔσβησε· μετεφέρθη.
Ὁ θάνατός του δὲν ἦταν ἀπώλεια· ἦταν μετάβαση.
Ὁ λύχνος του δὲν ἔσβησε — ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε ἥλιος.
Τὸ βλέμμα του, ποὺ εἶχε μέσα του οὐρανό, τώρα βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Οὐρανό.
Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλογοῦσαν, τώρα ἀκουμποῦν στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ καρδιά του, ποὺ πονοῦσε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, τώρα ἀναπαύεται στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως τὸ κερὶ ποὺ λιώνῃ γιὰ νὰ δώσῃ φῶς, ἔτσι καὶ ὁ Γέροντας Ἰσίδωρος ἔφυγε γιὰ νὰ φωτίζῃ ἀπὸ ἀλλοῦ. Δὲν μᾶς ἄφησε· ἀνέβηκε ψηλὰ γιὰ νὰ μᾶς κοιτάζῃ καθαρότερα, νὰ προσεύχεται δυνατότερα, νὰ μεσιτεύῃ πλησιέστερα.
Εἴμαστε φτωχότεροι χωρὶς ἐκεῖνον — μὰ ὁ Οὐρανὸς πλουσιότερος.
Ἐκεῖ, στὸν Χορὸ τῶν Ὁσίων, ἀνάμεσα στοὺς Κτίτορες Θεοφάνη καὶ Νεκτάριο, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε, γελάει τώρα μὲ ἐκεῖνο τὸ ταπεινό του μειδίαμα.
Δὲν ἄλλαξε· ἁπλῶς μεταφέρθηκε. Ἡ φωνή του ποὺ ἄλλοτε ψιθύριζε «Ὑπομονή, παιδί μου» τώρα ψάλλει στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἡ σκιά του, ποὺ ἄλλοτε ἁπάλυνε τὸν καύσωνα τῶν δοκιμασιῶν μας, τώρα μᾶς σκεπάζει ἀπὸ ψηλά.
Καὶ ἐμεῖς; Τί ἀπομένει σ’ ἐμᾶς;
Ἀπομένει ἡ μνήμη — κι εἶναι ζωντανή.
Ἀπομένει τὸ παράδειγμα — κι εἶναι ἄφθαρτο.
Ἀπομένει ἡ προσμονὴ — καὶ εἶναι γλυκιά.
Ἐμεῖς περιμένουμε.
Μὲ θλῖψη, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδα· μὲ δάκρυα, ἀλλὰ μὲ πίστι.
Ξέρουμε πὼς θὰ τὸν ξαναδοῦμε.
Ὄχι σ’ αὐτὸν τὸν μάταιο κόσμο, ἀλλὰ στὸν ἀληθινό — ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πόνος, δὲν ὑπάρχει ἀναστεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.
Ἐκεῖ ποὺ τὸ «Κύριε ἐλέησον» δὲν εἶναι κραυγὴ ἀνάγκης, ἀλλὰ ὕμνος χαρᾶς.
Καὶ ὅταν ἔρθῃ ἐκείνη ἡ ἡμέρα, σὰν ἀναμένοντες παῖδες ποὺ γύρισε ὁ πατέρας ἀπὸ ταξίδι μακρυνό, θὰ τρέξουμε σὰν παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά του, θὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή του ποὺ τόσο μᾶς ἔλειψε, καὶ θὰ ἔχουμε μόνο μία λέξη στὰ χείλη μας:
Δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ ὑπῆρξες, Γέροντα.
Δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ ζῇς.
Δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ θὰ ξανασυναντηθοῦμε.
Γιατί, ναί, θὰ ξαναδοῦμε τὸν Γέροντα Ἰσίδωρο.
Ὄχι πιὰ σκυφτὸ ἀπ’ τὸν κόπο, ἀλλὰ ἔνδοξο, ντυμένο φῶς.
Ὄχι πιὰ μὲ βλέμμα ποὺ κουβαλᾷ τὸ βάρος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ μάτια γεμᾶτα αἰώνια χαρά.
Θὰ τὸν ἀνταμώσουμε, στὴν κοινὴ Ἀνάσταση, ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχῃ θάνατος, οὔτε πόνος, οὔτε δάκρυα.
Ὡς τότε, Γέροντά μου, κράτα μας μιὰ θέση στὴ σιγὴ τῆς προσευχῆς σου. Μίλησε στὸν Χριστὸ γιὰ μᾶς. Ψιθύρισε στὴν Παναγία τὰ ὀνόματά μας. Γίνε ὁ μεσίτης μας, ὅπως ἤσουν καὶ ἐδῶ.
Ἡ ψυχή σου ξεκουράζεται. Ἡ δική μας, ὄχι ἀκόμη. Μὰ μέσα στὸν πόνο, λάμπει ἡ ἐλπίδα — σὰν καντῆλι ποὺ ποτὲ δὲν σβήνει.
Γιατὶ ἐσὺ δὲν χάθηκες. Προηγήθηκες.
Καὶ ὅπου εἶσαι ἐσύ, θέλουμε νὰ φτάσουμε κι ἐμεῖς.
Ὄχι γιατί δὲν ἀντέχεται ὁ κόσμος χωρὶς ἐσένα — ἀλλὰ γιατί δὲν ἀντέχεται ὁ Παράδεισος χωρὶς ἐμᾶς.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀγαπημένε μας Γέροντα.
Ἀναπαύου ἐν εἰρήνῃ — καὶ μὴ λησμονήσῃς ἐμᾶς τοὺς ταλαίπωρους.
Θὰ σὲ ξανασυναντήσουμε. Στὴν Ἀνάσταση. Στὸ φῶς. Στὴν αἰώνια χαρά.
Μὲ ὀδύνη, ἐλπίδα καὶ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη,
τὸ πνευματικό σου παιδί,
π. Βαρλαὰμ Μετεωρίτης
