Αγαπητοί μου,
Σε κάθε ιστορική πόλη, ο δημόσιος χώρος δεν αποτελεί απλώς λειτουργικό απόθεμα.
Δεν είναι μια επιφάνεια προσθαφαίρεσης χρήσεων, αλλά φορέας μνήμης, αξιών και πολιτισμικής συνέχειας.
Ειδικά όταν πρόκειται για τοπία με φορτίο, όπως η πλατεία Πλατάνου στην Καλαμπάκα, η όποια απόπειρα αλλαγής ή αξιοποίησης δεν μπορεί παρά να συνομιλεί με την ιστορία και το ήθος του τόπου.
Η πλατεία αυτή – για να ακριβολογούμε: Το δημοτικό οικόπεδο που φέρει το όνομά της – δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια ούτε εστία πολιτισμού, ούτε χώρος κοινωνικής συνεύρεσης!
Αντιθέτως ,μετατράπηκε με την ανοχή του χρόνου και της αδράνειας σε μια άχαρη επιφάνεια στάθμευσης , τσιμεντωμένη και αισθητικά απογυμνωμένη .
Επί σειρά δημαρχιών,η εικόνα αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη: Ένα «κενό» μέσα στον αστικό ιστό, όχι μόνο υλικό , αλλά βαθύτατα πνευματικό.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ,η προτεινόμενη αξιοποίηση του χώρου με την ανέγερση Επισκοπείου από την Μητρόπολη Σταγών και Μετεώρων δεν έρχεται να επιβάλει μια αλλότρια χρήση, αλλά να αποκαταστήσει μια σχέση.
Σχέση συμβολική, λειτουργική, ιστορική! Η Εκκλησία ,θεσμός με παρουσία σταθερή και προσφορά πολλαπλή- πνευματική, κοινωνική, μορφωτική – δεν εισβάλλει. Επανέρχεται.
« Ο δημόσιος χώρος δεν είναι ούτε ουδέτερος ούτε αφηρημένος. Είναι ο καθρέφτης της συλλογικής μας ψυχής . Εκεί φαίνεται ποιοι είμαστε και τι προτάσσουμε ως αξία»
(Κωνσταντίνος Τσάτσος, <Πολιτισμός και Πολιτεία>)
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις δεν είναι πρωτοφανείς. Αντιθέτως η σύγχρονη ευρωπαϊκή και ελληνική εμπειρία είναι πλούσια σε παραδείγματα όπου η δημιουργική σύμπραξη δημόσιου χώρου και πνευματικού θεσμού λειτούργησε καταλυτικά.
Στο Αργοστόλι το νέο Επισκοπείο έγινε αφορμή συνολικής αναβάθμισης του κέντρου και φορέας πλούσιας κοινωνικής δράσης.
Στην Καπνικαρέα της Αθήνας, ο εκκλησιαστικός χώρος ενσωματώθηκε οργανικά στον πολυσύχναστο πεζόδρομο της Ερμού, χωρίς να χάνει τίποτα από τον πνευματικό του χαρακτήρα.
Στη Θεσσαλονίκη, τμήματα του παλαιού λιμένα φιλοξενούν μουσεία και εκκλησιαστικές κοινωνικές δομές.
Στη Βιέννη της Αυστρίας, στο Ζέντλαεργκάσε ,ενσωματώθηκαν μοναστηριακές αυλές σε μικρές αστικές πλατείες ,ως « νησίδες πνευματικής εστίασης» μέσα στον ορθολογικό αστικό σχεδιασμό.
Η ανάδειξη τέτοιων χώρων δεν βασίζεται στην εμμονή μιας « ιεροποίησης» του δημοσίου, αλλά στην ανάγκη υπέρβασης της υλικής αποσύνθεσης.
Γιατί το πραγματικό δίλημμα δεν είναι ανάμεσα σε « πλατεία» και « εκκλησιαστικό κτίσμα», αλλά ανάμεσα στην αδράνεια και τη νοηματοδότηση, ανάμεσα στην τσιμεντένια εγκατάλειψη και την πολιτισμική αποκατάσταση.
«Η πόλη είναι το σύνολο των συμβόλων της. Εκεί αποτυπώνεται όχι μόνο το σώμα της κοινωνίας , αλλά και το ήθος της. Ότι αφήνεται χωρίς πρόσωπο , καταλήγει χωρίς ψυχή»
( Χρήστος Γιανναράς , « Το Πρόσωπο και ο Χώρος».
Σε αυτό το πλαίσιο, η παρουσία ενός Επισκοπείου δεν είναι απλώς αρχιτεκτονική προσθήκη, είναι πολιτισμικό σχόλιο.
Μια πράξη αποκατάστασης της σχέσης μεταξύ τόπου, ταυτότητας και λειτουργίας. Η τοπική εκκλησία δεν ζητά την αποστέρηση του κοινού, αλλά την επαναφορά νοήματος εκεί όπου υπήρχε εγκατάλειψη.
Ο πολιτισμός δεν κρίνεται μόνον από τις αίθουσες τέχνης, αλλά και από τις αποφάσεις για το τι κάνουμε με τους τόπους της μνήμης και της λήθης.
Αν επιλέξουμε να αφεθεί το οικόπεδο στην αδράνεια, επιλέγουμε τη συνήθεια του κενού.
Αν επιλέξουμε την ένταξή του σε έναν θεσμό που υπηρέτησε επί αιώνες την ταυτότητα αυτού του τόπου, αναγνωρίζουμε τη συνέχεια και επιλέγουμε την πνευματική υπέρβαση.
Γράφει ο Κώστας Πρεβέντης,
Ειδικός Συνεργάτης του Δημάρχου Μετεώρων
