Η ψυχή όλων μας είναι ντυμένη στα μαύρα. Όχι γιατί χάσαμε απλώς έναν ηγούμενο, έναν μοναχό, έναν πνευματικό. Αλλά γιατί αποχωρίστηκε από κοντά μας ένας άγγελος επί γης. Ένας άνθρωπος του Θεού που έζησε σιωπηλά, ταπεινά, κι έφυγε με τον ίδιο τρόπο: αθόρυβα, ειρηνικά, όπως ακριβώς έζησε.
Ο Γέροντας Ισίδωρος, ο πολυσέβαστος επί σειρά ετών Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ στα Άγια Μετέωρα- και τα τελευταία χρόνια Προηγούμενος- πέρασε από τη ζωή μας όχι για να ξεχωρίσει, αλλά για να ενώσει. Όχι για να δοξαστεί, αλλά για να δοξολογεί. Όχι για να υψώσει τον εαυτό του, αλλά για να υψώνει τις καρδιές όλων μας προς τον Θεό.
Ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν ζήτησε επαίνους. Ποτέ δεν θέλησε τιμές και διακρίσεις. Και στενοχωριόταν, σχεδόν πονούσε, όταν κάποιος τολμούσε να τον επαινέσει. Όχι από ψεύτικη ταπείνωση, μα γιατί η ζωή του ολόκληρη ήταν κτισμένη επάνω στην αληθινή ταπείνωση. Ήξερε ότι η πιο μεγάλη τιμή για τον μοναχό είναι η αφάνεια. Και σ’ αυτήν αφιέρωσε τον εαυτό του.
Μα σήμερα, έστω κι αν ο ίδιος θα μας μάλωνε με το γλυκό του βλέμμα για όσα λέμε, έχουμε χρέος να του αποδώσουμε λίγες λέξεις ευγνωμοσύνης. Όχι για να τον υμνήσουμε, αλλά για να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη του. Να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τη σπάνια εκείνη μορφή που μας σημάδεψε όλους με την απλότητα, τη σοφία και την αγάπη της.
Ο Γέροντας Ισίδωρος ήταν ένας πνευματικός πατέρας, με σωματική ρώμη στα νιάτα του, με δύναμη νου και καρδιά, με καθαρότητα πνεύματος που δεν συναντάς εύκολα. Ήταν απλός, βαθύς, σιωπηλός. Πάντοτε πίσω από τα φώτα, αλλά πάντοτε φως ο ίδιος για όσους τον πλησίαζαν.
Ήταν από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που μιλούσαν λίγο και σήμαιναν πολλά. Που έλεγαν «Κύριε ελέησον» όχι από συνήθεια, αλλά γιατί το ένιωθαν βαθιά, γιατί ήξεραν ότι χωρίς το έλεος του Θεού δεν υπάρχει τίποτα. Το “Κύριε ελέησον” του ήταν για εκείνον ευχή και ανάσα μαζί.
Όποιος τον γνώρισε, δεν μπορούσε να μην τον αγαπήσει. Όποιος τον πλησίασε, δεν μπορούσε να μην νιώσει ειρήνη. Είχε έναν αυστηρό, αρχοντικό τρόπο – αλλά μέσα του έκρυβε παιδική γλυκύτητα, μητρική τρυφερότητα, αδελφική στοργή. Ήταν ο ηγούμενος που δεν ηγεμόνευε. Ήταν ο πνευματικός που δεν καταπίεζε. Ήταν ο πατέρας που αγαπούσε χωρίς να ζητάει τίποτα πίσω.
Η μικρή αλλά ευλογημένη Μητρόπολη Σταγών και Μετεώρων έχει την τιμή να φιλοξενεί την ιστορία του Ορθόδοξου Μοναχισμού πάνω στα βράχια της. Ένα ζωντανό εργαστήρι αγιότητας. Εκεί, στη Μονή Βαρλαάμ, η αδελφότητα από την οποία ξεκίνησε ως Μοναχός και ο Χριστόδουλός μας – άνθισε υπό το άγρυπνο βλέμμα του σοφού και φωτισμένου Γέροντα.
Άκουγα για τον Ισίδωρο από τον μακαριστό Χριστόδουλο. Μα τον γνώρισα όταν ήμουν έτοιμος να τον καταλάβω. Και ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό το δώρο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου συνάντηση μαζί του.Παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου. Ήταν η εποχή που προετοιμάζαμε την ιστορική επίσκεψη του Πατριάρχη της Αγάπης και της ταπείνωσης Δημητρίου στο Μεγάλο Μετέωρο.
Μολονότι η συνεργασία μου ήταν περισσότερο με τον τότε Ηγούμενο του Μεγάλου Μετεώρου τον π. Αθανάσιο Μετεωρίτη, οι λίγες συναντήσεις που είχα με τον π. Ισιδωρο με σημάδεψαν. Νέος εγώ, γεμάτος απορίες, με υποδέχτηκε με λόγο σοφό και γαλήνιο. Δεν με δίδαξε απλώς – με κατεύθυνε. Δεν με καθοδήγησε με νόμους – με αγκάλιασε με προσευχή.
Είχε ένα χάρισμα μοναδικό: να μιλά και να θεραπεύει. Να σιωπά και να εμπνέει. Να βρίσκεται δίπλα σου χωρίς να σε καταλαμβάνει, να σε κοιτάζει χωρίς να σε ερευνά εξονυχιστικά, να σε αγαπά χωρίς όρους.
Και σε μια εποχή που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, εκείνος ζούσε το Ευαγγέλιο χωρίς θόρυβο. Έκανε το Χριστό τρόπο ζωής. Ήταν η σιωπηλή φλόγα των Μετεώρων.
Η Μονή Βαρλαάμ, με την αδελφότητά της, προόδευσε γιατί είχε αυτόν τον ήσυχο καπετάνιο στο πηδάλιο της. Ποτέ του δεν ξεχώρισε τον εαυτό του από τους υπολοίπους. Ζούσε μαζί με τους αδελφούς του. Κοιμόταν όπως αυτοί. Προσευχόταν όπως αυτοί. Αγωνιζόταν όπως αυτοί. Κι όμως, όλοι ήξεραν μέσα τους πως ήταν κάτι πολύ περισσότερο: ήταν το στήριγμα, η ρίζα, η καρδιά της Μονής.
Και τώρα, έστω πριν σαράντα ημέρες, δεν χάσαμε απλώς έναν Γέροντα.
Χάσαμε μια ζωντανή εικόνα της Ορθοδοξίας. Έναν άνθρωπο που έζησε όπως οι άγιοι – σιωπηλά, άγρυπνα, εσωτερικά.
Δεν ξέρω αν είμαι άξιος να γράφω για εκείνον. Ίσως όχι. Μα η καρδιά μου δεν με αφήνει να σιωπήσω. Έχω ανάγκη να πω ευχαριστώ. Για όσα μου έδωσε χωρίς να ζητήσει ποτέ ανταπόδοση. Για όσα είδα στον τρόπο του, στον λόγο του, στο βλέμμα του. Για όσα έμαθα κοντά του χωρίς να διδαχθώ.
Αισθάνομαι την ανάγκη να ακουμπήσω με σεβασμό στα όμορφα και ιερά ίχνη που άφησε στη ζωή μου.
Ο Γέροντας Ισίδωρος ήταν ένας άνθρωπος όμορφος σε όλα του. Δεν τον άκουσα ποτέ να κρίνει και να κατακρίνει. Ήταν ένας μακρόθυμος και μεγαλόψυχος Γέροντας.
Κι αυτό που με αιχμαλώτισε περισσότερο είναι πως δεν επλήγη ποτέ από τον πειρασμό του «γεροντισμού». Δεν ήθελε οπαδούς. Ήθελε ανθρώπους. Ήθελε αγάπη. Ήθελε απλότητα.
Πώς ένας Καθηγούμενος ζει τόσο απλά; Πώς δεν ζητά τις τιμές που του «ανήκουν»; Η απάντηση είναι μία: επειδή δεν τις χρειάστηκε ποτέ. Ο Ισίδωρος είχε κάτι ανώτερο πάνω Του – τη Χάρη!
Μιλώντας μαζί του, γέμιζες και συ φως. Το πρόσωπό του αυστηρό, αλλά τα μάτια του γεμάτα τρυφερότητα. Ήξερε να αγαπά. Ήξερε να συγχωρεί. Ήξερε να ακούει.
Σου έδινε σημασία. Σε έβλεπε. Σε γνώριζε από μακριά.
Και το έκανε απλά. Ήσυχα. Όπως όλοι οι μεγάλοι.
Αυτή είναι η ομορφιά του Ορθόδοξου ανθρωπισμού. Αυτή είναι η πνευματική γοητεία των Μετεώρων. Αυτή είναι η ζωντανή μας παράδοση.
Το κείμενο αυτό είναι καρπός αγάπης. Υιικής, βαθειάς, ευγνώμονος αγάπης προς έναν σπουδαίο Γέροντα της Εκκλησίας μας.
Ο Γέροντας Ισίδωρος δεν πέθανε. Απλώς ησύχασε πιο κοντά στον Θεό που τόσο αγάπησε. Η ψυχή του επιστρέφει Εκεί από όπου είχε ήδη αρχίσει να ζει – στην αιωνιότητα.
Μας αφήνει πίσω με μια βαριά κληρονομιά: τη μνήμη της αγιότητας. Το φως της σιωπής του. Το παράδειγμα της αγάπης του.
Ας μην τον ξεχάσουμε.
Ας μη λησμονήσουμε τον τρόπο του, την απλότητά του, τη βαθιά του πίστη.
Και ας προσευχόμαστε να γίνει δεκτός εκεί όπου βρίσκονται οι φίλοι του Χριστού – ανάμεσα στους σιωπηλούς δικαίους που δεν έζησαν για τον εαυτό τους, αλλά για τον άλλον. Για όλους εμάς.
Αιωνία του η μνήμη.
Σωτήρης Μ. Τζούμας/ Exapsalmos.gr
