Το πρόσωπο του Χριστού είναι ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει τα βλέμματα της ανθρωπότητας εδώ και χιλιάδες χρόνια. Βέβαια, δεν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο όλοι το πρόσωπο αυτό. Όπως και να έχει, ο Χριστός εξακολουθεί να απασχολεί τους ανθρώπους σήμερα, άλλους θετικά και άλλους αρνητικά.
Υφίσταται, ομολογουμένως, μία παραδοχή, η οποία είναι κοινή. Η ύπαρξη του ιστορικού Ιησού, ενός προσώπου που υπήρξε στη γη, γεννήθηκε και η διδασκαλία του απασχόλησε θετικά την ανθρωπότητα, καθότι μέσα από το ευαγγέλιο προβάλλεται έντονα μία διδασκαλία κοινωνικού ήθους. Οι αξίες του ευαγγελίου, αξίες πανανθρώπινες, χρήσιμες για την κοινωνική ζωή και ευημερία, αφού ο λόγος του Χριστού προάγει την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Όμως, ο λόγος αυτός εξαντλείται στα όρια μιας κοινωνικής ηθικής; Ο Χριστός είχε ανάγκη να συνάψει με τον λαό ένα κοινωνικό συμβόλαιο, παρόμοιο με εκείνο του Jean-Jacques Rousseau; Γι’ αυτό ήλθε στη γη;
Η ανθρωπότητα δεν συμφωνούσε και εξακολουθεί να μην συμφωνεί σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού. Η ανθρωπότητα δέχεται στην πλειοψηφία της την ύπαρξη του προσώπου του Χριστού, αλλά αντιλαμβάνεται ποικιλοτρόπως τον ρόλο του, το έργο του, τον σκοπό της δράσης του. Έχουν ειπωθεί και γραφτεί πάρα πολλά για το πρόσωπο του Χριστού• ένα πρόσωπο της ιστορίας (ιστορικός Ιησούς), ένας φιλόσοφος, ένας επαναστάτης, ένας μεσσίας που θα λύτρωνε τον Ισραήλ από την κυριαρχία των Ρωμαίων, ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ένας σοφός, ένας κομμουνιστής. Ίσως εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο προβάλλει ο κάθε άνθρωπος τις υπαρξιακές του αναζητήσεις και πως τοποθετεί τις μεταφυσικές του ανησυχίες στο πρόσωπο του Χριστού.
Είναι αλήθεια πως ο ευαγγελικός λόγος είναι λόγος βαθύτατα πνευματικός και σωτηριολογικός. Η αλήθεια είναι πως έχει κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν θα μπορούσε εξάλλου ο Χριστός να μην λάβει υπόψη του το κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής του, τις οποιεσδήποτε συνισταμένες της κοινωνίας, τις ανάγκες των ανθρώπων. Δεν είναι όμως σκοπός του Χριστού να εγκαθιδρύσει μία κοινωνία που θα βασίζεται στους πυλώνες της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Δεν είναι αυτό το αφήγημα του, ούτε το σημείο αφετηρίας του, ώστε να ξεδιπλώσει τις κοινωνικές του ανησυχίες. Μία επισήμανση: Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην ποιμαντική της έχει εστιάσει, ίσως και επενδύσει, πάρα πολύ στο κοινωνικό τμήμα της διδασκαλίας του ευαγγελίου και το διαπιστώνουμε αυτό μέσα από τις Εγκυκλίους που στέλνει ο εκάστοτε Πάπας, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Καθολικής κοινωνικής διδασκαλίας (CST). Η απόρροια όμως του έργου του Χριστού δεν εμφορείται κοινωνιολογικών προεκτάσεων.
Το πρόσωπο του Χριστού είναι καταλυτικής σημασίας για τον άνθρωπο. Έτσι όπως ξετυλίχτηκε στην ανθρώπινη ιστορία το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, ο Χριστός ό,τι έγινε δεν έγινε για τον εαυτό του, αλλά για τον άνθρωπο. Χρειάστηκε όμως να φυλαχτεί αυτή η αλήθεια περί του προσώπου του.
Με την εμφάνιση των πρώτων αιρετικών, οι οποίοι αλλοίωναν την αλήθεια περί του προσώπου του Θεανθρώπου, οι Οικουμενικές Σύνοδοι με τις αποφάσεις τους (δογματικοί όροι) αφορούσαν την διατύπωση της πίστεως της Εκκλησίας, είτε ως ομολογία πίστεως είτε ως απόρριψη των αιρέσεων, όπως σημειώνει η καθηγήτρια Δογματικής Δέσπω Λιάλιου. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και ιδιαίτερα εκείνες που ασχολήθηκαν αποκλειστικά με το πρόσωπο του Χριστού (Α’ Οικουμενική Σύνοδος και Δ’ Οικουμενική Σύνοδος), διατήρησαν την ενότητα της πίστεως, διατηρώντας παράλληλα την λειτουργική ενότητα.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Ο Χριστός για τον Άρειο δεν έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα και αποτελεί κτίσμα. Είναι γεννητός εκ του Πατρός, συνάμα δε και γενητός, κάτι που τον κατατάσσει στα κτίσματα. Επίσης, για τον Άρειο αληθινός Θεός είναι ο Πατέρας, όχι όμως ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα.
Συμπερασματικά, αφού κατά τον Άρειο η ουσία του Θεού είναι ακοινώνητη και ο Υιός προήλθε εκ της ενέργειας του Θεού, τότε ο Χριστός δεν είναι Θεός.
Αυτό τι πρόβλημα δημιουργεί στην χριστιανική ανθρωπολογία; Την αδυναμία σωτηρίας του ανθρώπου από τον Υιό και Λόγο του Θεού και ακύρωση του λυτρωτικού του έργου πάνω στη γη. Αν όμως ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε η πίστη μας είναι κενή κατά τον απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. 15,14).
Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που δεν πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού. Αντιλαμβάνονται τον Χριστός ως έναν σπουδαίο και ενάρετο άνθρωπο, έναν επαναστάτη, έναν κομμουνιστή. Η πίστη στην θεότητα του προσώπου του Χριστού προϋποθέτει κάτι σημαντικό• το άδειασμα του εαυτού από κάθε μορφής είδωλα που έχει δημιουργήσει μέσα του. Αυτές οι μορφές των ειδώλων, που στην ουσία αποτελούν σκιές και ως σκιές δεν συνάδουν με την αυθεντικότητα και την αλήθεια των πραγμάτων (βλ. Μύθο πλατωνικού Σπηλαίου) δεν αντέχουν την θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού. Τα είδωλα είναι πιο ισχυρά και περισσότερο αναγκαία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Επιβιώνει με τα είδωλα, καταξιώνεται μέσα από την πίστη σε αυτά. Αυτό είναι το πνεύμα της εποχής, το κοσμικό πνεύμα. Το πνεύμα που μας χρειάζεται όμως είναι θεοφόρο. Για να πιστέψουμε στον αναστημένο Θεάνθρωπο, χρειάζεται να δραπετεύσουμε από την αυταρέσκειά μας. Και από τα είδωλα που αντικαθιστούν τον αληθινό Χριστό και όχι τον Χριστό που εμείς δημιουργούμε.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
